Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Κόκκινη Κλωστή


Λένια Σοφοκλέους










Κόκκινη Κλωστή
___________












 Στην Φωτεινή και την Δάφνη
                                                                                 Μόνιμες πηγές της έμπνευσης μου




               




  Κόκκινη   Κλωστή
    Ποιήματα



                   



  


 Κόκκινη Κλωστή
 Λένια Σοφοκλέους


 Δακτυλογράφηση- επιμέλεια:
 Δάφνη Χριστοδούλου


 Εικονογράφηση:
 Φωτεινή Χριστοδούλου




 Copyright:
 Λένια Σοφοκλέους








 Πάφος- Κύπρος
 Δεκέμβρης  2013










                                                               Όνειρα                                                   Στην Φωτεινή
                                                                                                                                               και
                                                                                                                                               τη Δάφνη


Ο χρόνος φεύγει με ρυθμό 
στους κτύπους της καρδιάς μου
καθισμένη σε καρότσι τεμπέλη αγωγιάτη
μάταια προσπαθώ να προφτάσω
                                       τα όνειρα μου.

Τρέχουν και χάνονται ξεθωριάζοντας
μες τον κουρνιάχτο των ερειπίων
κι ότι φαινόταν κάποτε τόσο σημαντικό
                                      τόσο βαθύ
                                      τόσο βαρύ
                           και τόσο σταθερό
εύκολα διαλύεται στο φύσημα του αέρα,
απατηλή εικόνα σε δρόμο μακρυνό.

Ενδόμυχα, σιωπηλά σέρνεται η φωνή μου
ν'αλλάξω τώρα δεν μπορώ 
                                       παρόλα αυτά
                                  · και σ'όλα αυτά,
                                                             τα όνειρα θα κυνηγώ
κι ας είναι με άλογο κουτσό.






                      Φεβράρης 2012     










Ομόκεντροι κύκλοι



Κινούμαι αργά σε κύκλους
                                   ομόκεντρους
όλο και πιό μικρούς, όλο και πιο στενούς
σε σχήμα ομοιόμορφο, λευκού σαλιγκαριού.

Κλεισμένη σε τετράγωνο κουτί
με θέα ένα σύννεφο οβάλ,
να φύγω ονειρεύομαι
απ'όσα με πληγώνουν
όσα σκληρά και αιχμηρά
τριγύρω με κυκλώνουν.

Παγιδευμένη αόρατα σε κίνηση αργή
κοιτώντας μέσα μου βαθιά,
δεν είδα πως στον δρόμο αυτό
το μόνο που προσπέρασα
ειν' τον δικό μου εαυτό.





Φεβράρης 2012   















Η αγάπη μου



Η αγάπη μου δεν είναι σημαία
να την καρφώσω σε κορφή ψηλή
για ν'ανεμίζει προκλητικά στο φύσημα
                                                 του αέρα.
Δεν είναι ασυγκράτητη κραυγή
να εκραγεί στον ανοιχτό ουρανό
σαν καταιγίδα φθινοπώρου.

Δεν είναι φλόγα πυρκαγιάς
να κάψει τα ώριμα σπαρτά
                         το καλοκαίρι.

Η αγάπη μου είναι ψίθυρος αχνός
                                        και τρυφερός
που η ηχώ του κατεβαίνει βαθιά
σε δροσερό πηγάδι στη μέση της ερήμου.

Είναι μια λάμψη μαγική:
Στο φως της ηλιακτίδας,
 λαθρομεταναστεύει στη γή της Ευτυχίας
σε ένα ταξίδι μυστικό
στον κόσμο της καρδιάς μου.




Αύγουστος 2012   











Το Φεγγάρι

Ακόμα και το φεγγάρι ζεστάθηκε
                                           τούτο το καλοκαίρι
κρεμμάστηκε ολόγιομο στον ουρανό
                                    σαν μενταγιόν
με ένα φως περίεργο – σχεδόν χρυσό
                                              φως που μαγνητίζει
                                    ο μόνος χρυσός που αξίζει.

Όλα γύρω καυτά σαν την ανάσα
                                               μιας ερωτικής στιγμής
ο αέρας πνίγει τις ματιές μας
   που ανταμώνουν στο άπλετο φως
                                            του φεγγαριού
και ζευγαρώνουν σε ένα χορό λυκνιστικό
σαν δυό σκιές που θα χαθούν
                                           οριστικά, αμετάκλητα.
Λίγο πρίν ξημερώσει, η μέρα που θα γεννηθεί
με ένα απλό στροβίλισμα του ανέμου
                                         θα τις λιώσει.







Αύγουστος 2012   














Κόκκινη Κλωστή


Γυρνούν τα βήματα μου
σαν την κόκκινη κλωστή
την τυλιγμένη στην ανέμη,
που όσο και να γυρίζει
το παραμύθι δεν αρχίζει.

Ο πρίγκηπας με σκούφο βραδυνό
και το πουκάμισο του ν'ανεμίζει
                                       ατημέλητα
ψάχνει το άσπρο άλογο στους στάβλους.

Αλλά το παραμύθι δεν αρχίζει
                                         δεν αρχίζει
και' γω μένω ακίνητη
                                           καρφωμένη
                                        παγωμένη
σφινωμένη ανάμεσα στον χρόνο.

Περιμένοντας να γυρίσει η ανέμη
να γυρίσει η κόκκινη κλωστή
να δώσει μπάτσο, να δώσει κλώτσο
να δώσει χρώμα στη ζωή.



Ιούνης 2013  












            
  

                                   Αδελφή μου                  Στη Δώρα



Το χέρι σου στο χέρι μου
                                                                                          – αδελφή μου
άγγιγμα σιωπηλό με δύναμη
                                         με πείσμα
                                        με αγάπη.
Νιώθω το χέρι σου ζεστό
μέσα στην κρύα μου παλάμη
πικρό, γλυκό, σκληρό και τρυφερό
                                            πάντα εκεί
να σφίγγει το δικό μου
αληθινό και στιβαρό.





Λευκωσία   
Αύγουστος 2013  







  

                               Αδελφή μου             Στη Βάλια  


Ο αέρας καίει σαν φωτιά
όλα όσα ξέραμε δεν υπάρχουν πιά.
Χαμογέλα, στον ανήφορο αδελφή μου
γιατί οι “καταραμένοι”– όχι οι ποιητές,
                                                                                       οι άλλοι-
πρέπει ν'αρχίσουν ν'ανησυχούν.
Χαμογέλα
εμείς – έτσι κι αλλιώς – και στον κατήφορο
                                        θ'ανηφορίζουμε

 μη με ρωτάς, γιατί και πώς.
Ο αέρας ας καίει σαν φωτιά.
Χαμογέλα.




Λευκωσία  
Αύγουστος 2013  










Οι μέρες που γελώ

Όσο περνάει ο καιρός
οι μέρες που γελώ
γίνονται πιά λιγότερες.

Στο χρηματιστήριο
                 της ζωής
οι μέρες που γελώ
έχουν μεγάλη αξία
αλλά δεν τις πουλώ.

Κοιτάζω πίσω και μετρώ
τα πλούτη που κέρδισα
τις μέρες που γέλασα
...και πόσα έχασα όταν έκλαψα...
Όσο πιο λίγες γίνονται
τόσο τις αγαπώ
τις μέρες που γελώ.


                                                                                                               Σεμπτέβρης 2013





Το κυνήγι της αλεπούς

Λαχανιασμένη, ξέπνοη αλεπού
τρέχω στο δάσος της οργής
σκυλιά κι'αφέντες έφιπποι
                                        με κυνηγούν
με τα μαστίγια της ντροπής.
Στριμωγμένη στο αδιέξοδο,
θυμώνω:
Φταίω εγώ, αν εσείς είστε γυμνοί;
-       πιο πολύ στην ψυχή παρά στο κορμί –
Θυμώνω:
Με τη γούνα τη δική μου,
πάνω απ'το άψυχο σκαρί μου
κανείς σας δεν θα ζεσταθεί.
Θυμώνω!
Στριμωγμένη στο αδιέξοδο
-        πόσα χρόνια υπομονή –
φωνάζω:
Ούστ σκυλιά και αφεντάδες!
Με τη γούνα τη δική μου
κανείς σας δεν θα ζεσταθεί.


                                                                                   Οκτώμβρης 2013






Τρύπιο σακί



Πίσω από τα λόγια
                                 τα μεγάλα
κρύβεται η πράξη του κακού.
Γράφεται με γράμματα βαρβάτα
η απουσία του θεού.


Ποιος θα σταθεί να κρίνει,
να κλάψει και να δεί
αυτούς που ρίχτηκαν σε λάκκο
                          -ανήλιαγο -
άδειοι κι ανήμποροι
σαν τρύπιο σακκί;


Νιόμβρης  2013





Εφιάλτης

Στ’ ασύνειδο τα βράδια
                           οι τοκογλύφοι
μου παίρνουν την καρδιά
τ'όνειρο και το σπίτι.
Δεμένη πισθάγκωνα
με σύρμα αγκαθωτό
παλεύω απεγνωσμένα να λυθώ.

Φτάνει! Φωνάζω και ξυπνώ
μα πρίν προλάβω να σηκωθώ
νιώθω στα χέρια μου το σύρμα
να με πληγώνει, να με πονεί
                    και να με καθηλώνει
                     ανήλεο κι'αγκαθωτό.




Νιόμβρης 2013











                                                  Η φλόγα στα μάτια σου              Στον Ανδρέα


Η αγάπη, πεταμένη σε μια άκρη
                                              μαραμένη
                                                  σκονισμένη,
                                               περιμένει:
Ξανά στα μάτια σου μια λάμψη
                                            ν'ανάψει
Και πάλι, όπως άλλοτε, με φωτιά
την καρδιά μου να κάψει.


Από τη φλόγα σου, μέσα στο βλέμμα μου
                                        και το κορμί μου
πυρκαγιά ανεξέλεγκτη
θεριεύει στον άνεμο
κόντρα στ'απάνεμο, καίει την ψυχή μου.

Κι'αν κάπου στο δίστρατο πάλι χαθούμε
η φλόγα απ’τα μάτια σου – σαν ξόρκι
                                                περίτρανο –
ας λάμπει αιώνια, μέχρι που κάποτε
στην άκρη του σύμπαντος σαν κόκκοι μετέωροι,
                                     να ξαναβρεθούμε.

Νιόμβρης 2013






Αγκαλιά


Δεν μου λείπουν τα πολλά
-τα νιώθω επάνω μου βαριά.
Ότι γυαλίζει δεν μ’αγγίζει
-με τυφλώνει
με ζαλίζει.


Άλλα μου δίνουν τη χαρά:
Μια όμορφη ζεστή αγκαλιά,
αντρίκια
μυρωδάτη


γλυκιά και δυνατή, φιλόξενα ανοιχτή,
να χυθώ και να χωθώ
σαν σε στεγνή γωνιά
μια μέρα βροχερή,
να πάρω και να δώσω
ν’ ανάψω και να λιώσω.



                                                                                                                                     Οκτώβρης
                                                                                                                                              2013.




Θέλεις να φύγεις:



Θέλεις να φύγεις, να εξαφανιστείς.
Γιατί να πληρώνεις εσύ, τα λάθη αλλωνών;


Θέλεις να φύγεις,
Να εξαφανιστείς.
Να μην βλέπεις πιά τον ουρανό
στα μαύρα,


να κλαίει δίχως δάκρυα
χωρίς μια βροχοστάλα.


Θέλεις να φύγεις.
Μα όπου κι αν πάς, ο τόπος σου
είν’ αυτός.


Και άκου! Έρχεται της καταιγίδας
και της ελπίδας,
το μπουμπουνητό.

Θέλεις να φύγεις.
Μα όπου κι αν πάς, θα είσαι ένας ξένος,
ένας απλός περαστικός.


Αν φύγεις, ποιός θα μείνει εδώ
ν’ακούει
της καταιγίδας το λεύτερο μπουμπουνητό;
Ποιός θα μείνει να σπείρει, να φυτέψει
τη χαρά;
Αν φύγεις, για ποιόν θα βρέξει;

                                                                                                                        Δεκέμβρης 2013.




Φαλακροί  Παπαγάλοι:

Στη σκηνή, παπαγάλοι μαδημένοι
φαλακροί, πονηροί
ελεεινοί:

Ξεπουλούν. Τα πάντα στο σφυρί.
Και απαιτούν το χειροκρότημα σου
χωρίς καμιά ντροπή.
Εσύ σκυφτός και ζαλισμένος
από του κύκλου τη στροφή,
ξέρεις
ποιό  ειν’ το θέλημα σου:
Ανέβα στη σκηνή και βάλτους
μέσα στο κλουβί!




Ο Ιδρώτας σου:


Ο κόμπος απ’ τον ιδρώτα σου
έγινε χρυσάφι
κλεισμένο στα ανάκτορα των τραπεζών.
Έγινε ξύδι στο βαρέλι του κρασιού
που πίνεις για να ξεδιψάσεις.

Βρωμόνερο που χύθηκε στον ποταμό,
ο ιδρώτας σου πουλήθηκε
μέσα στον ξεπεσμό.
Και τώρα, πού θα λούζεσε
θα πίνεις και θα τρώς;
Σκούπισε τον ιδρώτα σου,
ξέρεις ποιός ειν’ ο δρόμος σου
ξεκίνα, μάρς, εμπρός,
εσύ’σαι ο δυνατός!

                                                                   
                                                                                                                     Δεκέμβρης
                                                                                                                           2013




Μπλε παγκάκι


Λένια Σοφοκλέους 
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΑΓΚΑΚΙ
Πάφος - Κύπρος 2014ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΑΓΚΑΚΙ
Λένια Σοφοκλέους
Εικονογράφηση εξωφύλλου: Φωτεινή Χριστοδούλου
Επιμέλεια κειμένου: Φωτεινή και Δάφνη Χριστοδούλου
Γράφτηκε: Μάη- Αύγουστο 2012
Πρώτη έκδοση: 2014
© Copyright Λένια Σοφοκλέους
 Lenia Sophocleus
E-mail: leniapaphos@gmail.com
Blog: lenialogotexnimata.blogspot.com
Πάφος- Κύπρος 2014 Λένια Σοφοκλέους








«Γενιά του Κάϊν, η αγωνία που σε βαραίνει,
θα τελειώσει εδώ καμιά φορά;» 
Σ. Μπωντλέρ. 
Κεφάλαιο πρώτο 
Ο Κωστής ο Τσίντης στάθηκε απρόθυμα στο κατώφλι. Ο 
σκύλος, ανασαίνοντας βαριά, τον γυρόφερνε ανυπόμο-
να κουνώντας την ουρά του. Με ένα φύσημα του αέρα 
η πόρτα έκλεισε πίσω τους, σαν να τους έσπρωχνε να 
φύγουν. «Για χάρη σου το κάνω» - απευθύνθηκε σοβαρά 
στον σκύλο και εκείνος τον κοίταξε κατάματα με απορία. 
Μετά αφήνοντας ένα χαρούμενο γάβγισμα, έτρεξε πρώ-
τος κάτω. 
Πίσω του, βαριεστημένα κινήθηκε ο Κωστής και αφού 
έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη του παντελονιού, φόρεσε με 
το άλλο χέρι τα γυαλιά ηλίου. Ο Μάης ήταν άτακτος σαν 
κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο: Είχε δυνατό ήλιο που 
έκαιγε αλύπητα όποιον τολμούσε να κυκλοφορήσει στον 
δρόμο, αλλά κάποιες στιγμές φυσούσε και κρύο αεράκι.
Ο ήρωας μας, τριανταέξι χρονών, εκεί που ονειρευόταν 
μια σίγουρη άνοδο στην καριέρα του σαν πολιτικός μηχα-
νικός και είχε ήδη αρχίσει να κοιτάζει «αφ’υψηλού» πα-
λιούς φίλους και συναδέλφους, βρέθηκε ξαφνικά άνεργος, 
τρώγοντας από τους πρώτους το χαστούκι της «μεγάλης 
κρίσης» όπως την έλεγαν όλοι. Σιγά σιγά κατέρρευσαν τα 
πάντα: η μεγάλη ανάπτυξη, η ευμάρεια, τα μεγάλα όνει-
ρα. Εξαφανίστηκαν από τα μεγάλα κόλπα των τραπεζών 
και των πολιτικών, διαλύθηκαν σαν παιχνίδι που έστησε 
ένα παιδί, αλλά μετά βαρέθηκε και το κατέστρεψε με ένα 
αδιάφορο χτύπημα. 
Ο Κωστής αφηρημένα περπάτησε μέχρι τον πεζόδρομο, 
όπου περίμενε ήδη ο σκύλος, ο οποίος πήρε τη χαρακτη-
ριστική στάση και δρόσιζε με τα ούρα του τις ανώμαλες 
πλάκες. Ο πεζόδρομος δεν είχε όνομα και ήταν ακόμα 
άγνωστος σε πολλούς κατοίκους της πόλης. Αποτελούσε 
στην πραγματικότητα ένα έργο απολογίας και μιά προ-
σπάθεια εξιλέωσης για την αισθητική υποβάθμιση που 
είχε υποστεί τα τελευταία χρόνια το κέντρο, μετά την ανέ-
γερση των κυβερνητικών κτιρίων, που στέγαζαν μερικές 
από τις υπηρεσίες του κράτους. Στον γκρίζο, όλο ρωγμές 
τοίχο του, έβλεπες διάφορες επιγραφές, συνθήματα, σχέ-
δια – όλα ασύνδετα μεταξύ τους, που έδιναν όμως ένα 
ωραίο χρώμα στον άτονο χώρο. Οι ολοφάνερες κακοτε-
χνίες έκαναν τον Κωστή να χαμογελά πικρά: Λες και τον 
έκτισαν αμέσως μετά το πάρτι εγκαινίων του κυρίως κτι-
ρίου, μεθυσμένοι από το κρασί και τις μπύρες, ρίχνοντας 
ανάκατα όσα υλικά είχαν περισσέψει. 
Τα ούρα του Πόπι – αυτό ήταν το όνομα του σκύλου – 
είχαν τη συνηθισμένη έντονη μυρωδιά και αυτό τον έκανε 
να επιταχύνει το βήμα του για να απομακρυνθεί. «Πως 
έμπλεξα έτσι;» σκέφτηκε. Ποτέ δεν είχε κρύψει την αντι-
πάθεια του για τους σκύλους και τα μικρά παιδιά. «Ολο 
φασαρία και ενόχληση.» Η τελευταία κοπέλα του όμως – 
μια τρελλέγκω, από την Αγγλία, τον εγκατέλειψε ύστερα 
από δύο μήνες συγκατοίκησης, αφήνοντας του δώρο τον 
σκύλο της. Στην αρχή προσπάθησε να τον δώσει σε τίπο-
τα ζωόφιλους, αλλά λόγω της κρίσης, κανένας από όσους 
ήξερε δεν ήθελε να αναλάβει αυτή την υποχρέωση. 
Ετσι βρέθηκε ξαφνικά να φροντίζει τον Πόπι και – προς 
μεγάλη του έκπληξη – να τον νοιάζεται πραγματικά. «Στο 
κάτω – κάτω είναι μια συντροφιά» έλεγε απολογητικά 
στους φίλους του. 
Στο δρόμο, ο Κωστής προσπαθούσε να προφτάσει τον 
σκύλο, που έτρεχε προς το πάρκο της γειτονιάς. Το κατ’ ευ-
φημισμό πάρκο, ήταν στην πραγματικότητα ένας μικρός 
χώρος, μια νησίδα ανάμεσα σε δυό δρόμους, σχεδόν τόσο 
πλατειά όσο και αυτοί, με τέσσερα – πέντε παμπάλαια 
κυπαρίσσια και άλλα τόσα μικρότερα δέντρα, που είχε 
στην μια άκρη μια προτομή και στην άλλη ένα σωρό από 
πλάκες, τις οποίες για κάποιο περίεργο λόγο οι δημοτικές 
αρχές ονόμαζαν γλυπτό. Ανάμεσα στα δέντρα ήταν δύο 
παγκάκια, το ένα με κουτσό πόδι και το άλλο μπογιατι-
σμένο μπλε – από κάποιο φανατικό εθνικιστή έλεγαν οι 
φήμες – και ένας πέτρινος πάγκος, απομεινάρια από τις 
παλιές δόξες του πάρκου. Ο Πόπι έδειχνε ιδιαίτερη προτί-
μηση γι’αυτόν τον χώρο και έπαιζε, μη δίνοντας σημασία 
στα αυτοκίνητα που περνούσαν με θόρυβο. 
Ο Κωστής κάθισε όπως πάντα στο μπλε παγκάκι. Εβγαλε 
τα τσιγάρα του και άναψε ένα, ενώ ο σκύλος άρχισε να 
τριγυρίζει ανάμεσα στα δέντρα ανιχνεύοντας τυχόν και-
νούριες μυρωδιές. Συνήθως ο καπνός βοηθούσε τον ήρωα 
μας να συμμαζεύει τις σκέψεις του, να τις βάζει σε μια 
σειρά και να τις ξεκαθαρίζει. Σήμερα όμως δεν ήθελε να 
σκέφτεται τίποτα. Εγειρε προς τα πίσω και έκλεισε τα μά-
τια. Θυμήθηκε αυτό που του έλεγε η μάνα του όταν ήταν 
μικρός και κτυπούσε: «Κλείσε τα μάτια και περίμενε. Θα 
δείς, θα περάσει!» Μακάρι να ήταν όλα τόσο εύκολα! Οσο 
και να κλείνει τα μάτια τώρα, τίποτα δεν αλλάζει! Το άδειο 
ψυγείο και τα άδεια ντουλάπια της κουζίνας, οι απλήρω-
τοι λογαριασμοί, το αυτοκίνητο που καθηλωμένο, χωρίς 
βενζίνη του ήταν άχρηστο – όλα αυτά ήταν η καινούρια 
πραγματικότητα που τον έζωνε από παντού, προκαλώντας 
του ένα ψυχικό πόνο τόσο δυνατό που ένιωθε το στήθος 
του να σφίγγεται λες και κάποιος του είχε δώσει μια δυ-
νατή μπουνιά.
Τινάχτηκε από τον πόνο που του προκάλεσε η στάχτη 
του τσιγάρου στο χέρι: Είχε αφαιρεθεί πάλι. «Στο διάο-
λο!» μουρμούρισε θυμωμένος με τον εαυτό του. 
«Ορίστε;» απάντησε μια γυναικεία φωνή πίσω του. 
Ξαφνιασμένος γύρισε το κεφάλι. «Σας πειράζει να καθί-
σω;» Μια αδύνατη γυναίκα γύρω στα πενήντα τον κοίταζε 
περίεργα. «Ναι...βέβαια καθίστε» απάντησε νευριασμέ-
να ο Κωστής. «Αφού θα κάτσει, τι με ρωτά;» σκέφτηκε. 
Η γυναίκα κάθισε αναστενάζοντας: «Ζαλίστηκα περπατώ-
ντας...» απολογήθηκε «...και θα κάτσω λίγο...» Ο Πόπι στην 
άλλη άκρη του πάρκου τέντωσε τα αυτιά και ήρθε κοντά 
τους κουνώντας την ουρά του. Πλησίασε τη γυναίκα και 
της έγλειψε το πόδι. Εκείνη αναπάντεχα γέλασε: «Με είδε 
έτσι και μυρίστηκε κόκαλο» είπε εννοώντας το πόσο αδύ-
νατη ήταν. Ο Κωστής αυθόρμητα χαμογέλασε. «Είναι δι-
κός σας;» τον ρώτησε. «Πως τον λένε;» «Πόπι» απάντησε 
ο Κωστής. «Από την μουσική ποπ» «Τί ράτσα είναι;» έκανε 
πως ενδιαφερόταν εκείνη κοιτάζοντας το καφετί μουσού-
δι του σκύλου. «Α! Δεν είναι. Ράτσα δηλαδή. Ενα αδέσπο-
το ήταν, που το φρόντιζε μια φίλη μου. Τώρα βέβαια είναι 
μαζί μου. Μου κρατά συντροφιά.» «Είστε μόνος σας;» πιο 
πολύ διαπίστωσε εκείνη. «Ναι» κλείστηκε στον εαυτό του 
ο Κωστής. Η γυναίκα έκανε πως δεν κατάλαβε: «Με λένε 
Μαρία» συστήθηκε κοιτάζοντας τον Πόπι που δεν έλεγε 
να φύγει από κοντά της. «Κωστής» αναγκάστηκε να πει 
εκείνος και σηκώθηκε. «Ελα! Πόπι! Αρκετά για σήμερα!» 
Ο σκύλος τον ακολούθησε. Κάνοντας δυο – τρία βήματα 
γύρισε και της είπε: «Γειά!» Εκείνη χαιρέτησε βουβά κου-
νώντας το κεφάλι. 
Γυρνώντας στο διαμέρισμα, στον τρίτο όροφο της πα-
λιάς πολυκατοικίας που έμενε, μόλις που πρόλαβε το 
τηλέφωνο που κτυπούσε. Ηταν ο Νίκος. «Εχει τίποτα για 
σήμερα;» «Κάτι υπάρχει. Ελα» Εσβησε το τσιγάρο του στο 
ξεχειλισμένο σταχτοδοχείο. Κάποτε ήταν μανιακός με την 
καθαριότητα. Πόσες φορές είχε μαλώσει με την κοπέλα 
του γι’αυτο το θέμα! Τώρα όμως με τα οικονομικά προ-
βλήματα να τον κυνηγούν, είχε γίνει αδιάφορος. Τους τε-
λευταίους μήνες, αυτό που τον ένοιαζε ήταν να έχει ένα 
πιάτο φαί. Από τότε που είχε κλείσει η εταιρεία που εργα-
ζόταν έκανε διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι σε εστιατό-
ριο μέχρι βοηθός επιπλοποιού. Μιά – μιά όμως οι επιχει-
ρήσεις έκλειναν και ο κλοιός γύρω του συνεχώς στένευε. 
Τελευταία, γνώρισε το Νίκο, έναν αγρότη που είχε διπλο-
κάμπινο αυτοκίνητο και κουβαλούσε πατάτες, πουλώντας 
τις στις γειτονιές. Το βράδυ όταν ξεπουλούσε και άδειαζε 
το αυτοκίνητο, ο Νίκος άλλαζε επάγγελμα: Γινόταν σιδη-
ροσυλλέκτης. Επαιρνε κομμάτια σίδηρο σε οποιαδήποτε 
μορφή και τα πουλούσε για ανακύκλωση. Ο Κωστής του 
έδινε πληροφορίες, πού βρίσκονται οι εγκαταλελειμμένες 
οικοδομές – τώρα πιά δεν ήταν λίγες – των εταιρειών ανά-
πτυξης γης και από πού να μπει στους περιφραγμένους 
χώρους (γιατί η δουλειά γινόταν στο σκοτάδι). Ο Νίκος πή-
γαινε με ένα βοηθό του και φόρτωναν ότι σιδερένιο έβρισκαν. Εδινε μικροποσά στον Κωστή, που δικαιολογούσε 
την πράξη του με τη σκέψη ότι «θα μείνουν να σκουριά-
σουν έτσι κι αλλιώς». 
Τις τελευταίες μέρες έπαιζε στο μυαλό του μια ιδέα. Ολο 
την έδιωχνε και όλο ξαναρχόταν και τον βασάνιζε: Φεύγο-
ντας από την εταιρεία είχε πάρει μαζί του κατά λάθος το 
κλειδί της αποθήκης. Εκεί κι αν είχε υλικό για πούλημα! 
Στην αρχή, κάθε μέρα έλεγε να το πάρει πίσω. «Αύριο να 
πάρω το κλειδί» Το αύριο ερχόταν και τότε άλλαζε γνώμη: 
«Ασε να δούμε...» Μετά στην εταιρεία έκλεισαν μέχρι και 
τα γραφεία. «Πού να τους ψάχνεις τώρα...» Το θέμα έμεινε μετέωρο.
Πήρε τα κλειδιά και κατέβηκε τη σκάλα, να περιμένει τον 
Νίκο στην είσοδο. Δεν ήθελε να έρχεται σπίτι του ο άλ-
λος, να «εισβάλλει» στον δικό του χώρο. Ηθελε να έχει την 
ψευδαίσθηση ότι μπορεί να τον αποκλείσει από τη ζωή 
του, να απομακρυνθεί από αυτόν και τις ύποπτες δοσολη-
ψίες όποτε το αποφάσιζε, μια και έξω. Δεν σε ξέρω, δεν σε 
είδα. Τον συναντούσε πάντα έτσι: έξω στον δρόμο, ο Νί-
κος μέσα στο αυτοκίνητο με τη μηχανή αναμμένη, αυτός 
να τον πλησιάζει, να του λεει δυό-τρείς κουβέντες, ο άλ-
λος να του δίνει 5 – 10 ευρώ και να φεύγει. Σαν ταινία με 
κατασκόπους. Οι πραγματικοί «κατάσκοποι» βέβαια ήταν 
οι απέναντι, το ζευγάρι που έμενε στην μονοκατοικία και 
είχε σαν κύρια ασχολία του μετά την δουλειά, να παρακο-
λουθεί τι γίνεται στην γειτονιά, χρωματίζοντας έτσι με τη 
ζωή των άλλων την αδιάφορη δική τους. 
Ο Νίκος ήρθε φρεσκολουσμένος και μυρίζοντας μια φτη-
νή κολόνια – που είχε αγοράσει κατά τα φαινόμενα χονδρικά σε μεγάλη ποσότητα, γιατί πάντα φορούσε την ίδια 
– προκαλώντας στον Κωστή τάση για εμετό. Του είπε που 
να πάει, αυτή τη φορά σε μια κοντινή κοινότητα, όπου μια 
εταιρεία είχε αγοράσει ολόκληρο λόφο και αφού ξερίζωσε 
τους θάμνους και τα δέντρα, τον κατάσκαψε για να κάνει 
δρόμους και να κτίσει τουριστικό χωριό, όπου προφανώς 
θα αποκλείονταν οι ντόπιοι. Το πρότζεκτ – όπως και πολλά 
άλλα – έμεινε ανολοκλήρωτο και τα μισοκτισμένα σπίτια 
έχασκαν, γεμίζοντας με την ασχήμια του τσιμέντου τον άλλοτε καταπράσινο τόπο. 
Πήρε τα δέκα ευρώ, έτρεξε χωρίς να χαιρετήσει τον 
άλλο, ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα και μπήκε κλείνοντας 
δυνατά την πόρτα πίσω του. «Πού είχε καταντήσει!» Αλλά 
τι μπορούσε να κάνει; Επρεπε κάπως να ζήσει. Να επιβι-
ώσει. Εδιωξε τις δυσάρεστες σκέψεις. «Ελα! Πόπι! Πάμε 
στο σουπερμάρκετ!» Ο σκύλος γάβγισε δυνατά σαν να κα-
τάλαβε. Στην πραγματικότητα αυτό που ένιωσε ήταν η χα-
ρούμενη νότα στην φωνή του Κωστή. Στο σουπερμάρκετ, 
που άλλοτε ήταν γεμάτο κόσμο, τώρα κι αυτοί οι λιγοστοί 
πελάτες κρατούσαν μικρό καλάθι και διάβαζαν προσεκτι-
κά τις πινακίδες με τις τιμές. Ο Κωστής αγόρασε ένα ψωμί, 
δυο μπύρες και ένα μικρό κουτί με φαγητό για σκύλους. 
Με τα υπόλοιπα χρήματα θα αγόραζε τσιγάρα. 
Πήραν τα ψώνια σπίτι και έφυγαν αμέσως για το περί-
πτερο της γειτονιάς. Αναγκαστικά πέρασαν από το πάρκο. 
Στο μπλε παγκάκι καθόταν μια σκυφτή φιγούρα. Ο Πόπι 
έτρεξε κοντά της. Ο Κωστής τον ακολούθησε βρίζοντας 
μέσα του: Δεν ήθελε παρέα και ειδικά αυτή την εποχή δεν 
ήθελε να μιλά με κανένα. «Με φτάνουν τα δικά μου βάσα-
να» σκεφτόταν. Ο Πόπι όμως είχε αντίθετες σκέψεις. Οταν 
συμπαθούσε κάποιον ήταν πολύ εκδηλωτικός και επίμο-
νος. Τώρα του είχε «κολλήσει» η συμπάθεια προς αυτή την 
άγνωστη πενηντάρα. Ο Κωστής έμεινε στον δρόμο: «΄Ελα 
Πόπι! Πάμε!» - «Γεια σας!» τον χαιρέτησε βραχνά η Μα-
ρία. Αυτός με αγένεια κούνησε απλώς το κεφάλι. «Πόπι, 
φεύγω!» απείλησε τον σκύλο που τον αγνόησε και έμεινε 
κοντά στη Μαρία. Ο Κωστής βιαστικά πήγε στο περίπτερο, 
διασχίζοντας τον δρόμο αλλά ο Πόπι δεν τον ακολούθησε. 
Επιστρέφοντας αναγκάστηκε να πλησιάσει το παγκάκι θυ-
μωμένος και νιώθοντας σαν να τον είχαν προδώσει. «Λοι-
πόν, τι γίνεται;» ρώτησε επιθετικά την Μαρία. «Θα την 
κάνω να φύγει πρώτη σήμερα» σκέφτηκε. Η γυναίκα τον 
κοίταξε και ο Κωστής είδε απορημένος να τρέχουν δάκρυα 
από τα μάτια της. Ξαφνικά του πέρασε ο θυμός. «Μα.... 
τι έχετε;» τη ρώτησε συγχυσμένος. Εκείνη σκούπισε βια-
στικά με το χέρι τα μάτια της. «Τίποτα, συγνώμη δεν....» 
άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Κωστής τα έχασε. Κοίτα-
ξε γύρω του για βοήθεια, αλλά δεν ήταν κανείς. Μόνο 
αυτός και ο σκύλος. Τι να κάνει; «Σας παρακαλώ.... μην 
κλαίτε..» - «μα τι βλακείες λέω;» σκέφτηκε. Τότε ανέλαβε 
δράση ο Πόπι. Αρχισε να της γλύφει το χέρι. Εκείνη στα-
μάτησε να κλαίει και του χάιδεψε το μουσούδι. «Είχα κι 
εγώ ένα σκύλο κάποτε..» είπε σκύβοντας να του χαϊδέψει 
το λαιμό. «Και τι έγινε;» τη ρώτησε και ταυτόχρονα σκέ-
φτηκε: «Ευτυχώς σταμάτησε να κλαίει» «Αρρώστησε και 
τον σκότωσαν...» είπε η Μαρία και άρχισε πάλι το κλάμα. 
Ο Κωστής ήθελε να φύγει τρέχοντας. Είχε την αίσθηση ότι 
γίνεται ρεζίλι. Σε ποιόν δεν ήξερε, αφού δεν υπήρχε γύρω 
άλλος κανένας. Είχε και τον Πόπι που δώστου και έγλυφε 
τα χέρια της άλλης. Καθόταν εκεί, αμίλητος να βλέπει τη 
Μαρία να κλαίει και τον σκύλο να την παρηγορεί. Πέρασε 
λίγη ώρα. Η γυναίκα σταμάτησε το κλάμα, σιώπησε και 
μετά του είπε χωρίς να τον κοιτάζει: «Ευχαριστώ, είσαι 
πολύ καλός άνθρωπος». Ο Κωστής ντράπηκε: «Δεν έκανα 
τίποτα...» ψιθύρισε. Εκείνη γύρισε το κεφάλι και τότε είδε 
τις μελανιές. «Μα τι έχετε;» «Τίποτα, έπεσα και κτύπησα. 
Σ’ευχαριστώ πάντως». Σηκώθηκε και έφυγε αργά. Ο Πόπι 
τη συνόδευσε μέχρι την άκρη του δρόμου. «Μπράβο, τα 
κατάφερες!» μάλωσε τον εαυτό του θυμωμένος και άναψε ένα τσιγάρο.
Τις τελευταίες μέρες του μήνα, ο καιρός ήταν πολύ 
άστατος. Τη μια μέρα έμοιαζε με καλοκαίρι. Τα εαρκοντί-
σιον στην πόλη δούλευαν στο φουλ και οι κυρίες – μικρές, 
μεγάλες – βρήκαν αφορμή να βάλουν ωραία ελαφριά 
ρούχα, που φέτος ήταν τίγκα στο λουλουδικό: φλοράλ και 
χρώματα! Αυτό πρόσταζε η μόδα. Την αμέσως επόμενη, 
σύννεφα και βροχές επέβαλλαν τουλάχιστον ένα ζακετάκι. 
Ο Κωστής συναντήθηκε με τον Νίκο δυό-τρείς φορές 
ακόμα και οικονόμησε κάτι ψιλά, όσο – όσο για να δια-
τηρείται στην ζωή. Περνούσε σχεδόν καθημερινά από το 
πάρκο, αλλά δεν πλησίαζε. Η Μαρία καθόταν τώρα με μια 
κοπέλα, ενώ ένα αγοράκι τριών – τεσσάρων χρονών έπαι-
ζε γύρω τους. Ο Πόπι δεν το συμπάθησε φαίνεται, γιατί 
δεν πήγαινε κοντά τους. «Καλύτερα έτσι» σκέφτηκε ανα-
κουφισμένος ο Κωστής, κουνώντας το χέρι του για χαιρετισμό. 
Ενα κρύο πρωινό, πήγε στο γραφείο εργασίας να γρα-
φτεί για το ανεργιακό επίδομα – κάτι ψίχουλα που μόλις 
έφταναν για να πληρωθούν οι λογαριασμοί. Πήγε νωρίς 
το πρωί με την ελπίδα να αποφύγει τον συνωστισμό, αλλά 
και πάλι δεν τα κατάφερε: στην αρχή ο κόσμος στεκόταν 
ψύχραιμα στην ουρά, όσο περνούσε όμως η ώρα άρχισαν 
οι πιο πολλοί να δυσανασχετούν και να διαμαρτύρονται. 
Στο τέλος, αφού ποδοπατήθηκε, στριμώχτηκε, έδωσε και 
πήρε σπρωξιές και αντάλλαξε θυμωμένα λόγια, τα κατά-
φερε ύστερα από δυό ώρες να φτάσει μπροστά στη θυρί-
δα όπου έσκυψε στο άνοιγμα του τζαμιού, για να συνεννοηθεί με την υπάλληλο. 
Εφυγε από το γραφείο εργασίας κουρασμένος και ξεθε-
ωμένος, κυρίως όμως απογοητευμένος: Τι εξευτελισμός 
ήταν αυτός! Ετσι είχε ονειρευτεί τη ζωή του; Με πολύ 
κόπο κατάφερε να μην βάλει τα κλάματα. Γύρισε σπίτι, 
βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε τρέχοντας τα σκα-
λιά. Ο Πόπι τον περίμενε ανυπόμονος. «Ελα! Αγόρι μου! 
Φύγαμε!» Το σπίτι τον έπνιγε. Δεν άντεχε άλλο. Ενιωθε 
την ανάγκη να βγει στον δρόμο και να πηγαίνει, να περπα-
τά ασταμάτητα, σαν να μπορούσε έτσι να ξεφύγει από την 
τύχη του. Στο πάρκο, το μπλε παγκάκι ήταν άδειο. Κάθι-
σε ανακουφισμένος. Κοίταξε γύρω του το γνώριμο τοπίο. 
Ξαφνικά θυμήθηκε τους στίχους του Βάρναλη. «Αχ! Πού 
‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!» Ενιωσε 
ένα κόμπο στον λαιμό του. Το γάβγισμα του σκύλου τον 
συνέφερε. Ενα μικρό αγόρι ερχόταν τρέχοντας προς το 
πάρκο. Μια κοπέλα το ακολουθούσε. Ο Πόπι γάβγιζε ανή-
συχα. «Πόπι!» του φώναξε. «Ελα εδώ! Εδώ!» Ο σκύλος 
τον πλησίασε χωρίς να πάψει το γάβγισμα. «Μα τί έπαθες 
ε;» Το αγόρι πλησίασε στο παγκάκι. Η κοπέλα ήρθε κοντά 
με γρήγορα βήματα. «Ο σκύλος σας δεν μας συμπαθεί 
φαίνεται» είπε στον Κωστή. Η φωνή της ήταν γλυκιά και 
τρυφερή. Την κοίταξε με προσοχή: «Οχι, δεν ξέρω τι έπαθε..» Ηταν γύρω στα τριάντα, κοντούλα και λεπτή, με τα 
μακριά μαλλιά της τραβηγμένα πίσω σε αλογοουρά. Τα 
μάτια της καστανά και ζεστά τον κοίταζαν σοβαρά και λυ-
πημένα, ενώ το στόμα της του χαμογελούσε χαρούμενα. 
Στο άκουσμα της φωνής της ο Πόπι σιώπησε. Την κοίταξε 
κι αυτός με περιέργεια όπως και ο Κωστής, που της πρό-
τεινε: «Καθίστε...» 
Η κοπέλα κάθισε ανάλαφρα και δίπλα της στριμώχτηκε 
το αγοράκι, που κοίταζε φοβισμένο τον Πόπι. «Πήγαινε να 
παίξεις». Εκείνο έσκυψε το κεφάλι. «Μη φοβάσαι, αφού 
είμαι εγώ εδώ!» Το αγοράκι δεν της απαντούσε. «Πώς τον 
λένε;» ρώτησε ο Κωστής. «Ανδρέα, αλλά τον φωνάζω Κίκο. 
Από το Ανδρίκο» του εξήγησε, όταν ο άλλος έδειξε απορη-
μένος. «Α! Μάλιστα. Εμένα με λένε Κωστή..» συστήθηκε. 
Εκείνη κούνησε το κεφάλι και τον κοίταξε. Τα μάτια της με 
το ολοκάθαρο χρώμα του ζεστού κάστανου, υγρά, φωτει-
νά, μεγάλα, τον έκαναν να νιώσει περίεργα. Σαν να ντρά-
πηκε αυτό το κορίτσι, αυτήν την άγνωστη. Ταυτόχρονα 
κάτι οικείο, γνώριμο, γλυκό και καθησυχαστικό αναδύθη-
κε από μέσα του. «Αγγελική» του είπε το όνομα της. «Χαί-
ρομαι» απάντησε και για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό 
ένιωσε ξέγνοιαστος, δυνατός και αισιόδοξος. «Θέλω να 
φύγουμε.....» κλαψούρισε ο μικρός. Ο Κωστής ανησύχη-
σε. «Γιατί Κίκο; Πού θα πάτε;» έριξε τον πληθυντικό. «Πή-
γαινε να παίξεις. Βλέπεις εκείνο το δέντρο; Θέλεις να σε 
ανεβάσω στο πρώτο κλαδί; Θα είσαι στο πλοίο και θα κοι-
τάζεις μακριά τη θάλασσα μην έρχονται πειρατές!» «Δεν 
θέλω!» γκρίνιαξε ο Κίκο. Η Αγγελική σηκώθηκε. «Δεν πει-
ράζει. Αύριο πάλι» είπε σαν να έδινε ραντεβού. Πήρε τον 
Κίκο από το χέρι, χαιρέτησε και έφυγαν. Ο Πόπι πλησίασε 
τον Κωστή. «Είδες τι έκανες;» του θύμωσε εκείνος. Ο σκύ-
λος τον κοίταξε κακοφανισμένος και γάβγισε σαν να ρωτούσε πού είχε φταίξει. 
Την άλλη μέρα, το πρωί ψιλόβρεχε. «Ελεος πιά μ’αυτόν 
τον καιρό!» θύμωσε ο Κωστής με τις δυνάμεις της φύ-
σης. Νωρίς το απόγευμα καλοκαίριασε. Σε τέτοιο βαθμό 
που είχε ζέστη. Χαρούμενος έτρεξε να φύγει. Πίσω του ο 
Πόπι. «Οχι φίλε! Σήμερα θα πάω μόνος μου βόλτα!» Τον 
άφησε σπίτι να γαβγίζει δυνατά. Στο πάρκο, το παγκάκι 
ήταν άδειο. Ο Κωστής πήρε ένα κλαδάκι και αφηρημένα 
έκανε σχέδια στο χώμα. Η ώρα πέρασε, ο καιρός ξανάγινε 
ψυχρός αλλά κανένας δεν ήρθε στο παγκάκι. Ενα μαύρο, 
γυαλιστερό αυτοκίνητο πέρασε τρέχοντας με τη μουσι-
κή στη διαπασών. «Στο διάολο!» νευρίασε ο Κωστής και 
εκνευρισμένος γύρισε με αργά βήματα σπίτι. Ο Πόπι του 
κρατούσε μούτρα και δεν τον πλησίαζε. Κάθισαν και οι 
δυό, ο ένας στο πάτωμα και ο άλλος στον καναπέ, αμίλητοι όλο το βράδυ. 
Την επομένη μπήκε στο λογαριασμό του η επιταγή του 
προηγούμενου μήνα από το γραφείο εργασίας. Πήγε στην 
τράπεζα και μετά έτρεξε στην Αρχή Ηλεκτρισμού, να πλη-
ρώσει τον λογαριασμό. Ο κόσμος πολύς, η ουρά για το 
ταμείο μεγάλη και η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ολοι δι-
αμαρτύρονταν για την υπερβολική τιμή του ηλεκτρικού 
ρεύματος. Αλλοι φώναζαν, άλλοι κουνούσαν τους λογα-
ριασμούς απειλητικά, αλλά τί να κάνουν – όλοι πλήρωναν. 
Για να ξεσκάσει πήγε σπίτι και πήρε τον Πόπι στο πάρκο. 
Ηταν μόνοι τους και σήμερα. Ο Κωστής βαρέθηκε, αλλά ο 
σκύλος ήταν ευτυχισμένος. «Πάμε να φύγουμε.» Την στιγμή που το έλεγε, μια γνώριμη μικρή φιγούρα έτρεχε στον 
δρόμο. Ενα αυτοκίνητο φάνηκε ξαφνικά. Ο Πόπι άρχισε να 
γαβγίζει δυνατά. Το αγοράκι τον άκουσε, τρόμαξε και στα-
μάτησε. Ο Κωστής έτρεξε κοντά του. Το αυτοκίνητο έστρι-
ψε τρίζοντας τα φρένα. Ο οδηγός βγήκε έξω βρίζοντας. 
«Γιά πρόσεχε τον γιό σου κύριε! Τί κάθεσαι σαν ηλίθιος;» 
Μπήκε ξανά μέσα και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορού-
σε. «Δεν είμαι ηλίθιος!» απάντησε φωνάζοντας πίσω του 
καθυστερημένα ο Κωστής. «Και δεν είναι γιός μου!....» Ο 
Πόπι πλησίασε τον μικρό και του έγλυψε το χέρι. Αυτός 
τον κοιτούσε τρομαγμένος και δεν αντιδρούσε. Στην άλλη 
άκρη του δρόμου ερχόταν τρέχοντας η Αγγελική. «Τι έγι-
νε; Tι έγινε;» φώναζε. Ενα άλλο αυτοκίνητο φάνηκε από 
μακριά. Ο Κωστής έσκυψε και πήρε στην αγκαλιά του τον 
Κίκο. Το αγόρι έγειρε στον ώμο του. «Τίποτα δεν έγινε» 
καθησύχασε την Αγγελική. «Ενας βλάκας πέρασε με το αυ-
τοκίνητο του.» Κάθισαν στο παγκάκι. Ο μικρός στα γόνατα 
του Κωστή και ο Πόπι κάτω στα πόδια του, ενώ η Αγγελική 
δίπλα τον ρωτούσε: «Σίγουρα; Γιατί άκουσα φασαρία... 
Μου ξέφυγε και δεν τον πρόλαβα» Ο Πόπι έβαλε το δεξί 
μπροστινό πόδι του πάνω στο γόνατο του Κίκο. Ο Κωστής 
το πήρε, το κούνησε και είπε σοβαρά στον σκύλο: «Χαίρω 
πολύ.» Ο Κίκο γέλασε. «Μην τον φοβάσαι.... Είναι πολύ 
καλός σκύλος. Ξέρεις πως τον λένε; Πόπι! Ελα να παίξου-
με μαζί του!» Πήρε ένα κλαράκι από κάτω, το έριξε μα-
κριά και τους είπε: «Ενα, δύο, τρία, όποιος το βρεί πρώτος 
κερδίζει!» Ετρεξαν και οι τρείς και όπως ήταν φυσικό – το 
βρήκε ο Πόπι. «Ξανά!» Γέλασε ο Κίκο. «Εγώ κουράστηκα!» 
δήλωσε ο Κωστής. «Παίξτε οι δυό σας».
Κάθισε δίπλα της αμήχανος. «Σε είχα δει πριν λίγες μέ-
ρες» του είπε απλά η Αγγελική. «Ναι; Πού;» «Εδώ στο 
πάρκο. Καθόμουν με τη Μαρία και πέρασες.. περάσατε 
δηλαδή με τον Πόπι» «Ναι....» θυμήθηκε την Μαρία ο 
Κωστής. «Είναι φίλη σου;» «Θεία μου» εξήγησε η κοπέ-
λα. «Είναι στο νοσοκομείο» είπε ξεκάρφωτα. «Αρρωστη. 
Γι’αυτό ήρθα. Με φώναξε όταν δεν άντεχε άλλο….» «Από 
πού ήρθες δηλαδή;» Ενδιαφέρθηκε ο Κωστής. Ηρθε από 
την πρωτεύουσα, του είπε. «Η Μαρία είναι σαν μάνα μου» 
πρόσθεσε και σώπασε ξαφνικά. Εμειναν για λίγο σιωπηλοί 
να κοιτάζουν τον Κίκο και τον Πόπι. Ο νέος ένιωσε αμή-
χανα. Ενα αυτοκίνητο πέρασε κυλώντας αργά στο δρόμο. 
Από το παράθυρο κάποιος πέταξε ένα άδειο τσαλακωμένο 
κουτί, που κύλησε κοντά στο παγκάκι. Πάνω έγραφε «λου-
κουμάδες». «Εχεις πάει στο πανηγύρι;» άλλαξε απότομα 
την ατμόσφαιρα ο Κωστής. «Ποιό πανηγύρι;» ξαφνιάστη-
κε η κοπέλα. «Του κατακλυσμού.. Του Αγίου Πνεύματος, 
πώς το λες;» μπερδεύτηκε ο άλλος. «Πανηγύρι!» γέλασε 
η κοπέλα. «Τι μου θύμισες τώρα! Οταν ήμουν μικρή μου 
άρεσε. Ολη αυτή η φασαρία, ο κόσμος που πάει κύματα – 
κύματα πάνω κάτω, οι πωλητές κάτω από τις πολύχρωμες 
τέντες να φωνάζουν ο καθένας τα δικά του! Πόσο μου άρε-
σε η σιταροπούλα ψημένη στα κάρβουνα!» «Εγώ έτρωγα 
λουκουμάδες!» γέλασε ο Κωστής. «Μια χρονιά έφαγα τό-
σους πολλούς που όλη νύχτα πονούσα το στομάχι μου». 
Γέλασαν ταυτόχρονα δυνατά. Καιρό είχε να νιώσει έτσι. 
«Είχα ξεχάσει – της είπε αυθόρμητα – πόσο ωραία είναι 
να είσαι με άλλους ανθρώπους». Ξαφνικά συννέφιασε. 
«Μα τι βλάκας που είμαι!» σκέφτηκε και σφίχτηκε η καρ-
διά του. «Βέβαια.. εννοείται, θα πάτε μαζί με τον μπαμπά 
του Κίκο...» «Ο Κίκο δεν έχει μπαμπά!» του είπε απότομα
 κοιτάζοντας το παιδί που έπαιζε. «Δηλαδή…. δεν είναι 
μαζί μας» προσπάθησε χωρίς επιτυχία να διευκρινίσει. 
Ο Κωστής δεν κατάλαβε γιατί ο μπαμπάς δεν ήταν μαζί 
τους – «χώρισαν, πέθανε ή απλά τους εγκατέλειψε» ανα-
ρωτήθηκε αυθόρμητα. «Πρέπει να φύγω» σηκώθηκε η κο-
πέλα. Είχε σοβαρέψει πάλι και το βλέμμα της ήταν πολύ 
λυπημένο. «Είναι ώρα να πάω στο νοσοκομείο, να δω την 
Μαρία» εξήγησε. «Και ο Κίκο;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι. 
«Τί να κάνω, δεν του είναι ευχάριστο, αλλά αναγκαστικά 
θα τον πάρω κι’ αυτόν. Δεν έχω πού να τον αφήσω.» «Ασ’ 
τον μαζί μου» άκουσε ξαφνιασμένος τον εαυτό του να λέει 
και αμέσως το μετάνιωσε. Εκείνη χαμογέλασε: «Οχι, δεν 
πειράζει, έχει πια συνηθίσει να τον παίρνω όπου πάω. Εί-
μαστε αχώριστοι» - προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμό-
σφαιρα. «Ελα Κίκο! Πάμε!» «Ακόμα λίγο μαμά!» Πήγε 
κοντά του, τίναξε τα χώματα από τα ρούχα του, χαιρέτισε 
τον Κωστή και έφυγαν, ενώ ο Πόπι τους κοίταζε με κατε-
βασμένα τα μούτρα και γαύγισε με παράπονο. 
Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά στον ουρανό, αλλά του φά-
νηκε πως απότομα σκοτείνιασε. Σαν να ήρθε τρέχοντας 
ένα σύννεφο και έκρυψε το φώς. Οπως καθόταν εκεί, με 
σκυμμένο το κεφάλι, ξαφνικά συνειδητοποίησε πως το 
φώς που έφυγε ήταν το βλέμμα της. Ο Πόπι του έγλυψε 
το χέρι. «Μείναμε πάλι μόνοι μας αγόρι μου» του είπε σοβαρά. 
Την άλλη μέρα, άδικα την περίμενε στο παγκάκι. Ακόμα 
και ο Πόπι έδειχνε εκνευρισμένος. Ο ήλιος αυτή τη φορά 
ήταν κρυμμένος πίσω από ένα πραγματικό, γκρίζο σύννε-
φο και έκανε λίγη ψύχρα. Εφυγαν και οι δυό κατσουφια-
σμένοι για το σπίτι και πέρασαν το βράδυ αμίλητοι.
 Το επόμενο πρωί, τον ξύπνησε το εκνευριστικό κτύπημα 
του τηλεφώνου. Σήκωσε νυσταγμένος το ακουστικό και 
από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η φωνή της 
μάνας του. «Ελα! Γιε μου, με ακούς;» «Θα σε άκουγα 
και χωρίς το τηλέφωνο έτσι που φωνάζεις» ειρωνεύτηκε, 
χαρούμενος κατά βάθος. «Πού χάθηκες ρε μάνα;» «Εγώ 
χάθηκα ή εσύ που δύο μήνες τώρα δεν μας πήρες ούτε 
ένα τηλέφωνο… Ο πατέρας σου θέλει να έρθει να σε βρεί. 
Ανησυχεί πολύ.» Αρχισε τη γκρίνια εκείνη. «Τώρα μαζί 
μου μιλάς» - γέλασε ο Κωστής. «Είμαι σίγουρος ότι εσύ 
είσαι που θέλεις να έρθεις. Αλλά δεν θα χρειαστεί, γιατί 
μπορεί να έρθω εγώ.» «Και οι δουλειές σου;» - Τους είχε 
κρύψει ότι ήταν άνεργος. «Ε, θα τα βολέψω», της είπε. 
«Εχω στείλει με το λεωφορείο ένα πακέτο.» «Ευχαριστώ. 
Χαιρετίσματα.» Στην πραγματικότητα αυτά τα περίφημα 
πακέτα της κυρίας Ελένης, ήταν η βασική πηγή της διατροφής 
του: φρέσκα αυγά, κολοκυθάκια (μόλις άρχισε η εποχή τους), 
λαχανικά, όσπρια, κοτόπουλα σφαγμένα και κομμένα κομ-
ματάκια, έτοιμα για την κατσαρόλα, και το υπέροχο, το 
μοναδικό, το αξεπέραστο χωριάτικο ψωμί, ψημένο στον 
κτιστό φούρνο της αυλής τους, που μύριζε χωριό, σπίτι και 
αγκαλιά της μάνας. Αυτό το ψωμί, που άντεχε πολύ καιρό 
χωρίς να μουχλιάσει, το έτρωγε σιγά-σιγά και το απολάμ-
βανε όχι με το φαγητό, αλλά μόνο του, σαν γλύκισμα.
Το χωριό του Κωστή δεν ήταν πολύ μακριά από την πόλη: 
εικοσιπέντε λεπτά δρόμος με το αυτοκίνητο. Τώρα όμως 
που ήταν άνεργος, το αυτοκίνητο είχε γίνει είδος πολυτε-
λείας, αφού η βενζίνη ήταν πανάκριβη, λες και κάθε στα-
γόνα της άξιζε όσο ένας κόκκος χρυσάφι.
Σκέφτηκε το χρυσάφι και του ήρθε στο μυαλό η εικόνα 
της Αγγελικής: «Τα μάτια της έχουν μια χρυσή λάμψη… 
όχι-όχι έχουν μια ηλιαχτίδα που σε φωτίζει και σε ζεσταί-
νει…» Κτύπησε το χέρι του στο τραπέζι νευριασμένα: 
«Αρχισες τις βλακείες, πάλι» θύμωσε με τον εαυτό του. 
«Τί τα θέλεις τώρα αυτά; Καλύτερα μόνος. Εχει και παι-
δί…» Σ’ αυτή τη σκέψη θυμήθηκε τον Κίκο. Τόσο μικρός 
και απροστάτευτος! Οταν τον πήρε στην αγκαλιά του, 
εκεί στη μέση του δρόμου, ήταν τόσο μαλακός! Σαν ένα 
μεγάλο χνουδωτό παιχνίδι. Και τα μάτια του… ίδια με τα 
δικά της! «Αντε πάλι!» Αρχισε να πλένεται με θόρυβο για 
να ξεφύγει από τις σκέψεις. Ηπιε ένα καφέ – όχι και τόσο 
φρέσκο – και πήγε με τον Πόπι στο κέντρο της πόλης, στο
 σταθμό των λεωφορείων για να πάρει το πακέτο της μάνας του.
 Στο σπίτι, το άνοιξε ανυπόμονα: Εκτός από τα συνηθισμένα, 
είχε και ένα βαζάκι με γλυκό του κουταλιού: Καρυδάκι! Το αγαπημένο του. Το απόγευμα πήγε σχεδόν τρέχοντας στο πάρκο. Πίσω του έτρεχε ο Πόπι, χαρούμενος αλλά και απορημένος. Πα-
ρόλο που ήταν ακόμα νωρίς, το μπλε παγκάκι δεν ήταν 
άδειο. Συγκράτησε το βήμα του, μην καταλάβει η κοπέλα 
πόσο είχε λαχταρίσει να τη δει. «Γεια» έκατσε με σοβαρό 
ύφος δίπλα της. Ο Πόπι έτρεξε στην άλλη άκρη του πάρ-
κου, όπου κυλιόταν στα χώματα παίζοντας με μια μπάλα, 
ο Κίκο. Τον κοίταζε σιωπηλά. Τα μάτια της ήταν κόκκινα. 
«Κλαις;» της είπε με απορία. «Τι έγινε;» «Η Μαρία… δεν 
είναι καθόλου καλά… χθες ήμουν μαζί της όλη μέρα… Δεν 
θέλω να… δεν έχω άλλους συγγενείς εκτός από αυτήν και 
το θείο…» Ξέσπασε σε λυγμούς. «Οχι - όχι μην κλαίς, όλα
θα παν καλά, θα δεις» πήρε τα χέρια της στα δικά του και 
τα φιλούσε. Ξαφνικά η κοπέλα, έπαψε να κλαίει και τα 
πρόσωπά τους βρέθηκαν πολύ κοντά. Ο Κωστής τη φί-
λησε. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και το άρωμα των 
μαλλιών της του φάνηκε τόσο ζεστό, τόσο γνώριμο… Σαν 
τα αρώματα του χωριού του, όταν έβγαινε το Μάη στην 
αυλή και μοσχοβολούσε η τριανταφυλλιά της μάνας του. 
Εκλεισε τα μάτια. Πώς ήταν δυνατόν να νιώθει τόσο ευτυ-
χισμένος, ενώ εκείνη έκλαιγε δυστυχισμένη;
Η σκέψη αυτή τον συνέφερε. «Πες μου τι έγινε.» της 
είπε. «Οι γιατροί δεν της δίνουν πολλές μέρες ζωής. Σή-
μερα δεν πήγα, γιατί χθες που την είδε ο Κίκο, τρόμαξε και 
έκλαιγε.» «Μην ανησυχείς – θα πάμε αύριο μαζί» άθελα 
του ξεστόμισε ο Κωστής – «μα τι βλακείες λεω» - σκεφτό-
ταν ταυτόχρονα «πού θα πάω, η γυναίκα μου είναι σχεδόν 
άγνωστη.» Η Αγγελική τον κοίταξε και χαμογέλασε. Εκεί-
νος ντράπηκε: «Ναι – Ναι». Να βρεθούμε αύριο εδώ και 
να πάμε μαζί.» Της έπιασε το χέρι και μετά την αγκάλια-
σε. Κάθισαν έτσι, αγκαλιασμένοι, αμίλητοι, λες και φοβό-
ντουσαν ότι οι λέξεις θα διαλύσουν την αόρατη μαγεία, 
που σκόρπισε αναπάντεχα η ζωή εκείνο το απόγευμα 
γύρω από το μπλε παγκάκι.
Την άλλη μέρα ο Κωστής σηκώθηκε απ’ τα χαράματα – 
κάτι που συνήθως απέφευγε. Είχε όμως να κάνει τόσα 
πράγματα, ίσα που προλάβαινε να τα καταφέρει. Αφού 
ήπιε τον καφέ του, μιά από τις ελάχιστες παλιές συνήθει-
ες που του είχαν μείνει, πήρε τον Πόπι και ξεκίνησαν πεζοί 
για την άλλη άκρη της πόλης. Ο σκύλος – που ήταν αντί-
θετα πρωινός τύπος – γαύγιζε χαρούμενα στο δρόμο και 
χοροπηδούσε κουνώντας την ουρά του γύρω από τα λιγοστά δέντρα που φύτρωναν στη μέση των πεζοδρομίων και 
καμιά φορά γύρω από τους στύλλους της Ηλεκτρικής, που 
ήταν σκορπισμένοι όπου φτάσει.
Χοροπηδώντας (ο Πόπι) και μισοτρέχοντας (Ο Κωστής) 
έφτασαν σε χρόνο ρεκόρ, σε μια παλιά γειτονιά στην άκρη 
της πόλης, όπου δέσποζε ο τρούλος μιας αρχοντικής εκ-
κλησίας. Πίσω της, σε μια πολυκατοικία, ανέβηκαν τα 
σκαλιά μέχρι τον δεύτερο και κτύπησαν το κουδούνι. Τους 
άνοιξε ένας πολύ ψηλός μελαχρινός με πράσινα μάτια, 
ο νοικοκύρης ο φίλος του ο Λάμπρος, που τον φώναζαν 
και γίγαντα για το ύψος του. «Βρε - βρε! Καλώς τους! Τι 
πάθατε πρωί – πρωί;» αστειεύτηκε. Και σοβαρεύοντας: 
«Συμβαίνει κάτι; Γιατί δεν μου τηλεφώνησες;» Οι επι-
σκέπτες μπήκαν μέσα με τον αέρα των παλιών γνώριμων. 
«Σιγά – σιγά και θα τα μάθεις όλα» γέλασε ο Κωστής και 
ρίχτηκε σε μια πολυθρόνα. Ο Πόπι έκατσε επίσημα δίπλα 
του. «Η Ευαγγελία που είναι; Το μωρό;» «Κοιμάται. Πάμε 
καλύτερα στην κουζίνα, να πιούμε καφέ και να μου τα πείς.»
Ο Λάμπρος και η Ευαγγελία ήταν κολλητοί φίλοι του Κω-
στή από το Γυμνάσιο. Οι δυο φίλοι πήγαν μετά τον στρα-
τό στο Πολυτεχνείο όπου ήδη σπούδαζε η κοπέλα. Οταν 
γύρισαν βρήκαν δουλειά στην ίδια οικοδομική εταιρεία. 
Μετά από ένα χρόνο ο Κωστής πήγε να δουλέψει σε μια 
καινούργια εταιρεία «ανάπτυξης γής» αλλά τα βράδυα 
και τα Σαββατοκυρίακα ήταν πάντα μαζί. Τελικά τους πά-
ντρεψε, μπήκε κουμπάρος στον γάμο και βάφτισε το μι-
κρό τους κοριτσάκι, που ήταν τώρα δυό χρονών. 
Η οικονομική κρίση ήταν ιδιαίτερα σκληρή με τους φί-
λους του. Η εταιρεία απέλυσε μέσα σε μια μέρα τριάντα 
άτομα και στον κατάλογο υπήρχαν τα ονόματα και των 
δύο συζύγων. Ετσι άρχισαν τα δύσκολα. Το ανεργιακό επί-
δομα μόλις έφτανε για τους λογαριασμούς και ένα κομμά-
τι ψωμί. Το παιδί όμως είχε πολλές ανάγκες. 
Ο Λάμπρος το πήρε απόφαση: Τύπωσε κάρτες με το τη-
λέφωνο και το καινούργιο του επάγγελμα: Ταξιτζής. Δεν 
είχε άδεια επαγγέλματος και ο νόμος ήταν αυστηρός. Οι 
φίλοι όμως και γνωστοί τον στήριξαν, έδωσαν το τηλέφω-
νο του δεξιά – αριστερά και κατάφερνε να βγάζει κάποια 
χρήματα. «Να μην της λείψουν τα βασικά τουλάχιστον» 
έλεγε εννοώντας την κόρη του. Ποιός διαφωνούσε; «Λέγε 
λοιπόν! Να χαρώ ή να ανησυχήσω;» ρώτησε ο Λάμπρος 
ψάχνοντας για το μπρίκι του καφέ. «Φίλε μου – είμαι 
ερωτευμένος!» ανήγγειλε επίσημα ο Κωστής. «Τότε θα 
ανησυχήσω» έκαμε σοβαρά ο άλλος. 
Ο Πόπι γαύγισε συμφωνόντας. Γέλασαν δυνατά και οι 
δυό και μετά έκλεισαν τα στόματα με τα χέρια τους για 
να μην τους ακούσουν μέσα. Αδικος κόπος. Η Ευαγγελία, 
ψηλή με γεμάτη περιφέρεια, κοντόκουρεμένα σκουρό-
ξανθα μαλιά και αχνοκάστανα μάτια, ήρθε σέρνοντας τις 
παντόφλες της. «Πού χάθηκες εσύ;» Ρώτησε απλά τον Κω-
στή. «Πάω να πλυθώ, βάλτε και για μένα καφέ» αυτά στον 
Λάμπρο. «Μην πείτε τίποτα μέχρι να ’ρθω, ψιθύρισε από 
τον διάδρομο. Ο Κωστής τράβηξε με θόρυβο μια δυνατή ρουφηξιά. 
«Αυτός είναι καφές! Οχι το νεροζούμι που φτιάχνω εγώ» 
– παραδέκτηκε. Τους διηγήθηκε την ιστορία, πως δηλαδή
 γνώρισε την Αγγελική, με μάτια που έλαμπαν. «Λοι-
πόν θέλω να γνωρίσω από το κορίτσι – είμαι σίγουρη ότι 
είναι μάγισσα» τον πείραξε η Ευαγγελία. «Θα γίνει και 
αυτό, αλλά τώρα για άλλο ήρθα.» Ο Κωστής εξήγησε ότι 
η επίσκεψη του είχε συγκεκριμένο λόγο. «Χρειάζομαι το 
αυτοκίνητο σου» γύρισε στον Λάμπρο. «Το δικό μου δεν 
έχει σταγόνα βενζίνη, άσε που το ένα λάστιχο είναι τρυ-
πημένο και τις τελευταίες μέρες του έβαζα λίγο αέρα με 
την τρόμπα του ποδηλάτου του γείτονα». Η Ευαγγελία 
από το πολύ γέλιο παρολίγο να πέσει κάτω από την καρέ-
κλα της. Ο Λάμπρος απλά πήγε και του έφερε τα κλειδιά. 
«Κι αν σε καλέσουν;» ρώτησε στεναχωρεμένος κάπως ο 
Κωστής. «Χαλάλι! Για τον φίλο μου!» απάγγειλε με στόμ-
φο ο Λάμπρος. «Γιατί δεν μας τηλεφώνησες;» απόρησε η 
Ευαγγελία. «Δεν χρησιμοποιώ το τηλέφωνο. Το έχω μόνο 
για να με παίρνουν και το κινητό δεν έχει κάρτα. Ξέρεις 
τι λογαριασμούς πληρώνω τελευταία;» Ο Κωστής ήξερε 
ότι εδώ μπορούσε να είναι απόλυτα ειλικρινής. «Πρέπει 
να φύγω». Σηκώθηκε. « Θα έρθω μετά να δώ τη μικρή». 
Πήρε τον Πόπι και έκαναν αντίστροφα την ίδια διαδρομή, 
αυτή τη φορά με το αυτοκίνητο. Η πρωϊνή ώρα αιχμής είχε 
περάσει, αλλά οι δρόμοι ήταν ακόμα γεμάτοι οχήματα. 
«Πού τρέχουν τέτοια ώρα αυτοί οι άνθρωποι» – απόρησε 
ο Κωστής, ξεχνώντας ότι μόλις πριν λίγο καιρό, έτρεχε και 
ο ίδιος από το πρωί μέχρι το βράδυ. 
Στο σπίτι μπήκε αμέσως στο μπάνιο για ένα γρήγορο 
ντούς. Βγαίνοντας κοίταξε τον εαυτό του στον μεγάλο 
καθρέφτη του υπνοδωματίου. «Τα χάλια μου έχω» σκέ-
φτηκε αδικώντας τον εαυτό του: Το ανάστημά του ήταν 
μέτριο, αλλά το λεπτό σώμα του ήταν καλοκαμωμένο και 
έμοιαζε γυμνασμένος, παρά το ότι δεν πήγαινε πότε του 
γυμναστήριο. Τα μαλλιά του ολόμαυρα, πυκνά, πλαισί-
ωναν το πρόσωπό του με μπούκλες, που τις ίσιωνε όταν 
ήταν βρεγμένες γιατί δεν του άρεσαν. Τα μαύρα μάτια 
του ήταν πολύ ήρεμα, αλλά όταν θύμωνε έβγαζαν αστρα-
πές. Είχε ένα ζωηρό, κάπως επιθετικό και γεμάτο σιγουριά 
βλέμμα, κατά βάθος όμως ήταν πολύ ντροπαλός. Ντύθη-
κε γρήγορα, και πήγε στην κουζίνα: με μεγάλη του λύπη 
πήρε το βαζάκι με το γλυκό της μάνας του και το έβαλε σε 
μια παλιά χαρτοσακούλα, απομεινάρι των παλιών καλών 
καιρών, όταν αγόραζε καλλυντικά και ρούχα από «επώ-
νυμους οίκους». Δεν ήθελε να πάει με άδεια χέρια και το 
γλυκό ήταν το μόνο πράγμα που είχε για να πάρει. Αφησε 
τον Πόπι σπίτι να γαυγίζει με παράπονο και πήγε να την 
συναντήσει στο πάρκο. Η Αγγελική έφτασε κρατώντας τον 
Κίκο από το χέρι. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και η κοπέλα 
αυθόρμητα του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Ο Κωστής 
χαμογέλασε και έβαλε μπρος τη μηχανή.
Στο νοσοκομείο η κατάσταση ήταν δραματική: Ο κό-
σμος ήταν τόσο πολύς, που νόμιζες ότι οι μισοί κάτοικοι 
της πόλης και της επαρχίας είχαν μετακομίσει ξαφνικά 
εκεί. Αλλοι στέκονταν σε διάφορες ουρές και άλλοι έτρε-
χαν βιαστικά πάνω κάτω. Κάποιοι αντίθετα κινούνταν με 
δυσκολία, ενώ για άλλους ήταν φανερό γιατί ήρθαν: Ενα 
σπασμένο πόδι ή χέρι ήταν μέσα σε γύψο. Μερικοί είχαν 
τυλιγμένα τα κεφάλια τους με άσπρες γάζες. Πολλοί κρα-
τούσαν μπουκαλάκια με κίτρινα υγρά. Παντού πλανιόταν 
μια αηδιαστική μυρωδιά, που έκανε ακόμα και τους υγιείς 
να νιώθουν άρρωστοι. Ο Κωστής κρατώντας στην αγκαλιά του τον Κίκο, προχώρησε βιαστικά προς τον ανελκυστήρα. Μπήκαν μέσα 
και η Αγγελική πάτησε το κουμπί για τον δεύτερο όροφο. 
Η απομόνωση έστω για λίγα δευτερόλεπτα, άρεσε στον 
Κωστή, που ένιωσε ξαφνικά δυνατός και προστατευτικός 
απέναντι στην κοπέλα και τον μικρό. Η Μαρία βρισκόταν 
σε ένα θάλαμο με άλλα τρία άτομα. Ο Κωστής εκπλάγηκε: 
Οι δύο ήταν άντρες! Μόνο στο κρεβάτι απέναντι, ήταν μια 
άλλη γυναίκα. Η Αγγελική του εξήγησε: «Δεν έχουν χώρο 
και τους βάζουν όπου βρεθεί άδειο κρεβάτι. Ερχονται άρ-
ρωστοι συνέχεια, καμιά φορά τους αφήνουν κάτω στην 
μονάδα πρώτων βοηθειών, μέχρι να φύγει κάποιος από εδώ.»
Η Μαρία άνοιξε τα μάτια της. Χαμογέλασε: «Ηρθες αγά-
πη μου;» είπε στην Αγγελική. Κοίταξε τον Κωστή προσπα-
θώντας να καταλάβει ποιός ήταν. «Γεια σας» της είπε ο 
νέος. Ο Κίκο σφίχτηκε πάνω του. Δεν ήθελε να κατέβει από 
την αγκαλιά του. Πήγε κοντά στην άρρωστη και άφησε το 
βαζάκι στο κομοδίνο. «Σας έφερα γλυκό. Είναι ωραίο.» 
Την κοίταξε και κατάλαβε πως δεν τον είχε αναγνωρίσει 
ακόμα. «Εχουμε γνωριστεί στο πάρκο. Στο μπλε – κοίτα-
ξε την Αγγελική – παγκάκι» της είπε. Η Μαρία θυμήθηκε. 
«Ναι… είσαι καλό παιδί» του απάντησε σιγά. Ηταν χλωμή 
και μιλούσε με δυσκολία. Από τότε που την είδε ο Κωστής 
στο παγκάκι, είχε αδυνατίσει πολύ και γύρω από τα μάτια 
της τώρα υπήρχαν μαύροι κύκλοι. Η κοπέλα κάθισε κοντά 
της, της έπιασε το χέρι και της διηγήθηκε πώς γνώρισε τον 
Κωστή. Τη στιγμή που της τα έλεγε, τους πλησίασε ένας 
άντρας, γύρω στα εξήντα, ψηλός λεπτός με μια υποψία 
από κοιλίτσα. Η Αγγελική τον αγκάλιασε: «Θείε Ντίνο!» 
Εκείνος της χαμογέλασε και ο Κωστής σκέφτηκε πως είχαν 
και οι δυό το ίδιο γλυκό, ντροπαλό χαμόγελο.
Του σύστησε τον Κωστή: Ο θείος μου, αδελφός της Μα-
ρίας και της μητέρας μου. Τη στιγμή εκείνη μπήκαν στο 
θάλαμο μια νοσοκόμα και δύο μαθητευόμενοι με δυνατά 
γέλια, φωνές και ένα καροτσάκι που κυλούσε τρίζοντας, 
γεμάτο μπουκαλάκια. Η νοσοκόμα, μια κοντούλα μελα-
χρινή, ήταν τεραστίων διαστάσεων. Το μπράτσο της, όπως 
ξεπρόβαλλε από την κοντομάνικη άσπρη υπηρεσιακή ρό-
μπα, κρεμόταν σαν σφαγμένο κρέας στο τσιγγέλι του χα-
σάπη. Πλησίασε τη γριά απέναντι από τη Μαρία, που έπα-
σχε από αλτσχάϊμερ. «Πώς είσαι γιαγιά;» «Ηρθε η ώρα;» 
ρώτησε η γριά. Και προσπάθησε να σηκωθεί, νομίζοντας 
πως θα πάει στο αμπέλι, στο χωριό της. «Ολοι έξω!» πρόσταξε η νοσοκόμα. Στον γυρισμό, δεν μιλούσε κανένας. Ο Κίκο είχε αποκοι-
μηθεί στο πίσω κάθισμα και η Αγγελική κοίταζε από το πα-
ράθυρο χαμένη στις σκέψεις της. Συνήλθε μόνο όταν πλη-
σίασαν στο κέντρο της πόλης: «Ασε μας στο πάρκο και θα 
πάμε σπίτι με τα πόδια.» του είπε ρίχνοντας μια ανήσυχη 
ματιά στον Κίκο. «Γιατί; Αφού είμαστε στο αυτοκίνητο, 
θα σε πάω μέχρι το σπίτι.» Η Μαρία - γιατί εκεί έμενε η 
Αγγελική – είχε ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στο πάρκο, σε 
μια πολυκατοικία κατά μήκος του μεγάλου δρόμου. Παλιά 
θεωρούνταν ότι βρίσκονταν μακριά από το κέντρο, αλλά 
τώρα είχε αναβαθμιστεί η αξία τους.
Ο Κωστής κατέβηκε και πήρε στην αγκαλιά του τον Κίκο, 
που μισοξύπνησε. «Σε ποιον όροφο;» Ηταν στον τέταρτο. 
Ανελκυστήρας δεν υπήρχε, αλλά οι δυο νέοι ανέβηκαν τα 
σκαλιά χωρίς να το καταλάβουν. Ο Κωστής αναρωτιόταν: 
«Θα μου πει να μπω μέσα;» Δεν χρειάστηκε. Η Αγγελική 
άνοιξε την πόρτα, ο Κωστής μπήκε και έβαλε τον Κίκο στον 
καναπέ. Η κοπέλα κάθισε δίπλα στο παιδί της. Για λίγο δεν 
μιλούσε κανείς τους. Εκείνος, όρθιος ακόμα, δεν ήξερε 
τι να πει και εκείνη έσφιγγε τα χέρια για να μην κλάψει 
μπροστά στον Κίκο. «Πήγαινε να παίξεις μωρό μου»- του 
είπε βραχνά και το παιδί έτρεξε μέσα στο δωμάτιο. Η Αγ-
γελική έκλεισε τα μάτια με τα χέρια και ο Κωστής είδε τα 
δάκρυα που έτρεχαν πέφτοντας απαλά στο στήθος της.
Με ένα μεγάλο, βιαστικό βήμα πήγε κοντά της, έκατσε 
και την πήρε στην αγκαλιά του. «Κλάψε. Κλάψε, δεν είναι 
ντροπή» της είπε και χάιδεψε με αγάπη τα μαλλιά της. Ο 
ήλιος έμπαινε από την τζαμόπορτα και η ζέστη στο μικρό 
διαμέρισμα ήταν αφόρητη. Ο Κωστής όμως δεν την ένιω-
θε. Προσπαθούσε να καθησυχάσει την Αγγελική. «Ποτέ 
δεν ξέρεις…» - «Θεέ μου πόσο βλάκας μπορεί να είμαι» 
αναρωτιόταν ταυτόχρονα, «η κοπέλα κλαιει και εγώ λέω 
κοινοτυπίες.» Σε λίγο η Αγγελική σταμάτησε τους λυγμούς 
και άρχισε – σκουπίζοντας πότε-πότε κάποιο δάκρυ – να του μιλά 
για την άρρωστη: Η Μαρία ήταν πολύ καλή μαθήτρια και 
ήθελε να σπουδάσει. Να γίνει φιλόλογος. Ο παππούς της 
Αγγελικής ήθελε να δώσει αυτή την ευκαιρία μόνο στον 
γιό του. «Οι κόρες δεν χρειάζονται τα γράμματα. Τι να τα 
κάνουν; Να γράφουν ραβασάκια;» Ο θείος Ντίνος όμως 
ήταν ο χειρότερος μαθητής στην τάξη. Οταν πήγαινε στο 
μάθημα. Γιατί συνήθως έκανε κοπάνες. Ο πατέρας του πα-
ρόλα αυτά επέμενε να τον σπουδάσει. Ετσι η Μαρία βγή-
κε από το σχολείο και παντρεύτηκε. Με έναν αστυνομικό. 
Τότε θεωρήθηκε μεγάλη τύχη. Ο θείος Ντίνος στο μεταξύ 
άνοιξε σουβλιτζίδικο στην πλατεία, όπως ήθελε πάντα. 
Σιγά-σιγά τα σουβλάκια του, περιποιημένα, μερακλίδικα 
απόκτησαν την καλύτερη φήμη στην πόλη και έγιναν περι-
ζήτητα. Ενώ όμως ο θείος βρήκε τη ευτυχία, η Μαρία περ-
νούσε πολύ δύσκολα χρόνια. Ο άντρας της, όλο το βράδυ 
χαρτόπαιζε και το πρωί γυρνούσε σπίτι νευριασμένος, να 
αλλάξει και να πάει δουλειά. Πολλές φορές τον έπιασαν 
να κοιμάται σε ώρα υπηρεσίας. Οταν η Μαρία διαμαρτυ-
ρόταν, τότε έπεφτε ξύλο. Επεφτε πάνω της και τη κτυπού-
σε με λύσσα, σαν να έδερνε την ίδια τη ζωή, που τον είχε 
ξεγελάσει. Οι γιατροί του είχαν πει ότι ήταν στείρος, και 
ένοιωθε αδικημένος, όποτε μεθούσε ξεσπούσε στο μόνο 
προσφερόμενο θύμα. Τη γυναίκα του. Οσες φορές εκείνη του
 έλεγε να υιοθετήσουν ένα μωρό, 
αρνιόταν: «Δεν θα μεγαλώσω εγώ τα μπαστάρδικα του 
ενός και του άλλου.» Ετσι η Μαρία στράφηκε στην Αγγε-
λική, - που τη θεωρούσε δικό της παιδί, μετά το χαμό της 
αδελφής και του γαμπρού της σε αυτοκινητιστικό δυστύ-
χημα. Στην αρχή την έφερε σπίτι τους τάχα προσωρινά. 
Μετά το θάνατο του άντρα της από κύρωση του ήπατος, 
πριν δώδεκα χρόνια την έστειλε να σπουδάσει στο Πα-
νεπιστήμιο, εκπληρώνοντας έτσι τα όνειρα και των δυό 
τους. Η κοπέλα σπούδασε οικονομικά και βρήκε δουλειά 
σε ένα λογιστικό γραφείο. «Και… ο Κίκο;» έκανε ο Κωστής 
την ερώτηση που τον έκαιγε, χωρίς να το πολυσκεφτεί.
Η ώρα είχε περάσει, ο ήλιος ωστόσο ήταν ακόμα ψηλά 
στον ουρανό. Η Αγγελική τον κοίταξε με απορία. Είχε τόσο 
πολύ χαθεί στις αναμνήσεις της που νόμιζε πως μιλούσε 
στον εαυτό της. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν 
στην αγκαλιά του Κωστή και του έλεγε την ιστορία της ζωής 
της. Μετάνιωσε που είχε ξανοιχτεί τόσο πολύ σ’αυτόν, τον 
μέχρι προχθές άγνωστο άνθρωπο. Σηκώθηκε φτιάχνοντας 
τη τσαλακωμένη μπλούζα της. «Αυτή είναι μια άλλη ιστο-
ρία…» τον κοίταξε κάπως απόμακρα. «Με συγχωρείς μια 
στιγμή»και πήγε στο μοναδικό υπνοδωμάτιο του σπιτιού.
Ο Κωστής την άκουσε που ρωτούσε τον Κίκο: «Πεινάς 
μωρό μου; Τώρα θα φτιάξω πατατούλες!» Ενιωσε παρεί-
σακτος και τον έπνιξε το άδικο. «Μα τι έχω κάνει;» σκέ-
φτηκε. «Εγώ πάω τώρα…» φώναξε. Η κοπέλα ήρθε πίσω 
μετανιωμένη: «Τι μου φταιει ο άνθρωπος!» «Δεν κάθεσαι 
ακόμα λίγο; Θα ετοιμάσω φαγητό.» «Οχι… όχι… Πρέπει 
να πάω.» Ξαφνικά θυμήθηκε ότι ο Λάμπρος θα περίμενε 
το αυτοκίνητο. Εφυγε με μπερδεμένα αισθήματα. Τρέχο-
ντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα και αυτοκαταστροφική διάθε-
ση έφτασε σε λίγα λεπτά στο διαμέρισμα των φίλων του.
Του άνοιξε η Ευαγγελία. «Ολα καλά;» του είπε αντί για 
χαιρετισμό. «Ελα μέσα.» Από το υπνοδωμάτιο βγήκε ο Λά-
μπρος κρατώντας στους ώμους του τη μικρή. Εκείνη μόλις 
τον είδε, άπλωσε τα χεράκια της. Ο πατέρας της την άφη-
σε κάτω. Το κοριτσάκι έτρεξε στον Κωστή που για πρώτη 
φορά ένιωσε τη λαχτάρα να την πάρει στην αγκαλιά του. 
Η Ευαγγελία τον κοίταξε: «Κάτι έχεις εσύ…» «Αφού είναι 
ερωτευμένος ο άνθρωπος, τι ψάχνεις;» τον πείραξε ο φί-
λος του. Ο Κωστής βούλιαξε στην πολυθρόνα. «Δεν ξέρω… 
μπορεί και να μην είμαι…» «Α! Οχι! Δεν θα μου τα αλ-
λάξεις τώρα!» θύμωσε τάχα η Ευαγγελία. «Συγνώμη που 
άργησα να το φέρω» ο Κωστής έβαλε τα κλειδιά του αυτο-
κινήτου πάνω στο μικρό τραπεζάκι. «Δεν βαριέσαι! Ετσι κι 
αλλιώς κανένας δεν τηλεφώνησε. Ουφ!» Ο Λάμπρος ήταν 
ολοφάνερα στεναχωρημένος. «Πρέπει να πάω. Ο Πόπι εί-
ναι μόνος του σπίτι από το πρωί και αν θυμώσει θα αρ-
χίσει να δαγκώνει πάλι τις παντόφλες μου.» αστειεύτηκε 
ο Κωστής. «Ναι – Ναι» βιάστηκε και ο Λάμπρος. Οι δυο 
φίλοι βγήκαν μαζί και έκλεισαν την πόρτα, για να μην βγει 
έξω η μικρή. Κατέβηκαν τη σκάλα χωρίς να μιλούν. Κοντά στο αυτο-
κίνητο, ο Κωστής ρώτησε: «Τι συμβαίνει;» Ο άλλος κοίτα-
ξε προς τα πάνω, σαν να μπορούσε η γυναίκα του να τον 
ακούσει και είπε σιγανά: «Τα πράγματα είναι πολύ δύσκο-
λα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ψάχνω κάθε μέρα για δουλειά, 
αλλά τίποτα… Δεν ξέρω τι να κάνω.» επανάλαβε. «Τέλος 
πάντων, πήγαινε, μην καταλάβει η Ευαγγελία ότι σου κλά-
φτηκα πάλι.» προσπάθησε να το γυρίσει στο αστείο.
Ο Κωστής δεν βρήκε τι να πει. Εφυγε σκεφτικός. Στο σπί-
τι έκοψε μια φέτα ψωμί και έφαγε για μεσημεριανό. Τα 
υπόλοιπα τρόφιμα, τα έβαλε πίσω στο πακέτο. Πήρε τον 
Πόπι και μες τη ζέστη, με τον ήλιο να τον κτυπά κατακούτε-
λα πήγε με τα πόδια πίσω στο σπίτι των φίλων του. «Μου 
τα στέλνει η μάνα μου και δεν τα τρώω! Πόσες φορές της 
το έχω πει. Ξέρεις τώρα η κυρία Ελένη.» Τα έδωσε στη Ευ-
αγγελία και έφυγε τρέχοντας πριν προλάβει η γυναίκα να 
αντιδράσει. Εφτασε καταϊδρωμένος στο διαμέρισμά του 
και μπήκε κατευθείαν στο ντους.



Κεφάλαιο Δεύτερο
Τρεις μέρες στη σειρά το παγκάκι ήταν άδειο. Ο Κωστής 
με το ζόρι συγκρατούσε τον εαυτό του, να μην πάει από το 
διαμέρισμα της Μαρίας. Την τέταρτη μέρα δεν άντεξε. Τα 
μεσημέρια του καλοκαιριού οι “κατάσκοποι” της απένα-
ντι μονοκατοικίας, αποσύρονταν αναγκαστικά στα μέσα 
δροσερά δωμάτια του σπιτιού και το έριχναν στον ύπνο. 
Ο Κωστής άνοιξε αργά το άσπρο σιδερένιο πορτάκι του 
κήπου τους, μπήκε και βιαστικά έκοψε ένα ωραίο κόκκι-
νο τριαντάφυλλο. Νιώθοντας τα αγκάθια να τον τρυπούν, 
πήγε πίσω στο διαμέρισμα και το τύλιξε σε ένα κόκκινο 
χαρτί που – ποιος ξέρει από πότε – ήταν ξεχασμένο στο 
συρτάρι της κουζίνας. «Αντε Πόπι! Αντε παλικάρι μου!» 
μιλούσε στο σκύλο για να δώσει θάρρος στον εαυτό του. 
Το «παλικάρι» τον αντάμειψε με μια γερή γλυψιά στο χέρι. 
Ξεκίνησαν ο ένας με αγωνία και ανυπομονησία, ο άλλος 
με χαρούμενα χοροπηδηχτά βήματα.
Πλησιάζοντας την πολυκατοικία όπου έμενε η κοπέλα, 
ο Κωστής ένιωθε όλο και πιο πολύ την ανάγκη να γυρίσει 
πίσω. Δεν ήταν βέβαιος για το πώς θα τον υποδεχόταν η 
Αγγελική. «Αλλά στο κάτω – κάτω μια επίσκεψη κάνω… 
Θα ρωτήσω και για τη Μαρία,» προσπαθούσε να δώσει 
θάρρος στον εαυτό του. Πάτησε το κουδούνι της πόρτας 
έχοντας ακόμα την αίσθηση της διχασμένης προσωπικό-
τητας: Η μιά να φοβάται μην τον διώξουν και η άλλη γεν-
ναία να τον ενθαρρύνει. Περίμενε λίγο και ξανακτύπησε. 
Από μέσα σαν να ακουγόταν ένας θόρυβος, αλλά μπορεί 
να ήταν και από αλλού. Ξανακτύπησε, έτοιμος να φύγει. 
Του άνοιξε ντυμένη στα μαύρα και τα μάτια πρησμένα
από το κλάμα. «Πέρασε…» ανέμισε στο χέρι της ένα χαρ-
τομάντιλο. Ο Κίκο πίσω της είχε τα μούτρα κατεβασμένα.
Οι δύο επισκέπτες στάθηκαν αμήχανα στο κατώφλι. 
«Αυτό» δεν το περίμεναν! Πρώτος ο Πόπι, πήγε κοντά στο 
παιδί και του γαύγισε ερωτηματικά. Ο Κωστής τραύλισε: 
«Συγγνώμη… δεν το ήξερα…» Η Αγγελική άρχισε να κλαίει 
δυνατά και ο νέος ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. 
Πήρε αγκαλιά την κοπέλα αμίλητος και την άφησε να χορτάσει κλάμα στον ώμο του. Το άλλο πρωί ξύπνησε με μια παράξενη αίσθηση: Μέσα του ήταν χαρούμενος, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε ένα βά-
ρος στο στήθος. Ανοιξε τα μάτια και κατάλαβε: Στο μεγά-
λο κρεβάτι της Μαρίας είχαν κοιμηθεί και οι τέσσερις: Η 
Αγγελική δίπλα του, ανάμεσα τους ο Κίκο και πάνω στο 
στήθος του με τα πόδια να γλιστρούν συνέχεια, ο Πόπι. 
Προσπάθησε να τον σηκώσει σιωπηλά, αλλά χωρίς αποτέ-
λεσμα. «Πόπι» ψιθύρισε. Ο σκύλος γάβγισε και ξύπνησαν 
όλοι: Η κοπέλα τον κοίταξε γλυκά, ο Κίκο φώναξε «Πόπι!» 
και τον αγκάλιασε, ο Κωστής σηκώθηκε, διαπιστώνοντας 
με ανακούφιση ότι κοιμόταν ντυμένος.
Η επόμενη εβδομάδα κύλησε πολύ γρήγορα: Με κλά-
ματα ανάκατα με γέλια, με παιχνίδια ανάμεσα στον σκύλο 
και το παιδί, με απογευματινές βόλτες στο πάρκο, σοβα-
ρές συζητήσεις για την ουσία της ζωής και τα αιώνια ερω-
τήματα για το χαμό της, και με μια αναδιάταξη τα βράδια: 
Ο Πόπι κοιμόταν με τον Κίκο στο μικρό δωμάτιο και οι δύο 
νέοι έβαζαν στοίχημα για τη δύναμη της αγάπης, φλογί-
ζοντας στο διπλό κρεβάτι τα ζεστά από την καλοκαιρινή 
κάψα σεντόνια. Το Σάββατο τελέστηκε το εννιάμερο μνημόσυνο της Μαρίας. Ο θείος δηλαδή με την Αγγελική πήγαν στην εκκλη-
σία, ενώ ο Κωστής – που δεν είχε καθόλου σε υπόληψη 
τους λειτουργούς του υψίστου – έμεινε στο διαμέρισμα 
με το παιδί και το σκύλο. Αργά το απόγευμα, πήγε με τον 
Πόπι στο σπίτι του, να φέρει καθαρά ρούχα. Εξω από την 
πολυκατοικία ήταν σταματημένο το αυτοκίνητο του Νί-
κου, γεμάτο πατάτες και καρπούζια, σκεπασμένα με ένα 
τεράστιο βρώμικο πανί. Ο Νίκος γερμένος αναπαυτικά 
στη θέση του οδηγού απολάμβανε ένα λαϊκό άσμα της 
εποχής που ακουγόταν στη διαπασών από το ραδιόφωνο 
του διπλοκάμπινου. 
Στη βεράντα της μονοκατοικίας ο γείτονας κοίταζε με 
περιέργεια. «Ρεζίλι έγινα» σκέφτηκε ο Κωστής και πλη-
σιάζοντας το αυτοκίνητο έγνεψε στο Νίκο να χαμηλώσει 
την ένταση. «Πού χάθηκες ρε φίλε; Σε παίρνω τηλέφωνο 
δεν απαντάς. Περνώ κάθε μέρα, δεν σε βρίσκω, τι έγινε;» 
«Ελειπα» απάντησε αδιάφορα ο Κωστής στις απανωτές 
ερωτήσεις του άλλου, «αλλά αφού ήρθες» - χαμήλωσε τη 
φωνή του – «θα σου πω πού να πας απόψε, θέλω όμως 
πιο πολλά λεφτά. Δώσε κάτι παραπάνω.» Ο Νίκος τον κοί-
ταξε ειρωνικά: «Πάει, χάλασες και εσύ…» - «Υποχρεώσεις» 
τον κοίταξε κατάμματα ο Κωστής. «Τελοσπάντων… λέγε!» 
Η ανταλλαγή πληροφοριών και αντιτίμου έγινε γρήγορα. 
«Και ένα καρπούζι» απαίτησε. «Κάτι έχεις εσύ σήμερα» 
σχολίασε με περιέργεια ο άλλος δίνοντας του ένα μικρό καρπούζι.
Πάνω στο διαμέρισμα ο Κωστής πήγε στο τηλέφωνο. 
«Ελα μάνα! Είσαι καλά; Αύριο σκέφτομαι να έρθω να σας 
δω. Καλά – καλά! Σταμάτα να γκρινιάζεις. Αφού θα έρθω. 
Ετοίμασε κάτι ωραίο για το μεσημέρι. Κανένα ψητό. Μπο-
ρεί να φέρω και παρέα. Αντε γεια!» Εκλεισε απότομα το 
ακουστικό. Δεν άντεχε τη μουρμούρα της μάνας του. Βού-
λιαξε στην πολυθρόνα και κοίταξε γύρω του. Για πρώτη 
φορά η σιωπή στο άδειο διαμέρισμα του φάνηκε τρομαχτική.
Μέχρι να βραδιάσει έτρεχε για το αυτοκίνητο, ένα μαύρο 
BMW: Αγόρασε βενζίνη που την μετέφερε σε ένα μπουκά-
λι του νερού, φούσκωσε το λάστιχο και δανείστηκε από το 
γείτονα πόλους μπαταρίας γιατί τόσες μέρες που δεν το 
οδηγούσε, δεν έπαιρνε πια μπρος. «Πάμε εκδρομή;» εν-
διαφέρθηκε ο απέναντι δίνοντάς του τους πόλους. «Ναι.» 
του απάντησε με το ζόρι. Νιώθοντας περίεργα που οδη-
γούσε μετά από τόσες μέρες αναγκαστικής πεζοπορίας, ο 
Κωστής έφτασε, περήφανος για τον εαυτό του, στη γειτο-
νιά της Μαρίας. Κίκο και Πόπι τον υποδέχτηκαν με χαρού-
μενες φωνές και γαυγίσματα. Η Αγγελική τον αγκάλιασε 
σιωπηλά. Στα μάτια της – όσο κι αν ήθελε να το κρύψει 
– παιχνίδιζε ένα χαρούμενο χαμόγελο. «Λοιπόν παιδιά!» 
απευθύνθηκε σοβαρά στον Κίκο και τον Πόπι: «Λεω αύ-
ριο να πάμε εκδρομή. Συμφωνείτε;» Παρότι τα δύο τρίτα 
του ακροατηρίου δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ακρι-
βώς την έννοια της φράσης, την υποδέχτηκαν με ενθου-
σιασμό. Με τα ίδια αισθήματα παρακολούθησαν και το 
κόψιμο του καρπουζιού που τελικά αποδείχτηκε άγουρο. 
Η Αγγελική όταν έμαθε τον προορισμό τους ανησύχησε: 
«Μα πού θα πάμε ακάλεστοι; Αφού δεν μας ξέρουν…» 
προσπάθησε να φέρει αντιρρήσεις, αλλά κατά βάθος ήθε-
λε πολύ να φύγει από την πόλη και το σπίτι που της θύμιζε τη Μαρία.
Την επόμενη μέρα ξύπνησαν χαράματα. Το χωριό δεν 
ήταν μακριά, και η διαδρομή σχετικά σύντομη, αλλά ο Κω-
στής δεν κρατιόταν. Ηθελε να γνωρίσει στη μάνα του την 
Αγγελική. «Θα δεις, αμέσως θα σε συμπαθήσει» της έλεγε 
συνέχεια μέσα στο αυτοκίνητο. Αφού προσπέρασαν με-
ρικά χωριά άρχισαν να ανεβαίνουν στο βουνό. Ο δρόμος 
ήταν γεμάτος απότομα στριψίματα. Στις δύο πλευρές είχε 
ένα δάσος με ωραία πεύκα που άπλωναν τα κλαδιά τους 
γέρνοντας τους κορμούς από το βάρος. Οι πευκοβελόνες 
και οι θάμνοι που πρασίνιζαν ανάμεσα τους – μοσχοβο-
λούσαν. Ενα δροσερό αεράκι ερχόταν από τα παράθυρα 
και η αναπνοή γινόταν όλο και πιο εύκολη. Εδώ και εκεί 
πετούσαν μικρά πουλιά και σε μια στιγμή φάνηκε ένα 
κοπάδι κατσίκες που έβοσκαν κάτω από μια χαρουπιά. Η 
Αγγελική έκλεισε τα μάτια: Ούτε που ένιωθε τη ζέστη του 
καλοκαιριού. «Ετσι θα ’ναι στον παράδεισο», συλλογίστη-
κε και για πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες σκέφτηκε τη 
Μαρία χωρίς να κλάψει.
Το σπίτι του Κωστή ήταν ακριβώς δίπλα από το δημοτικό 
σχολείο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά δεν φαινόταν κανείς. 
Ο νέος και πίσω η παρέα του ανέβηκαν τα τέσσερα σκαλο-
πάτια της εισόδου κι πήγαν κατευθείαν στην πίσω αυλή. 
Μια γυναίκα κοντή, γεμάτη, με τα μαλλιά μαζεμένα κότσο 
ήταν σκυφτή μπροστά στον χτιστό φούρνο. Μόλις τους 
άκουσε, γύρισε και τους χαμογέλασε. Ο Κωστής βιάστηκε 
να την αγκαλιάσει. «Ηρθαμε μάνα!» Η Ελένη, η μάνα του, 
τον έσφιξε στην αγκαλιά της ρίχνοντας ταυτόχρονα πάνω 
από τον ώμο του μια ματιά στους υπόλοιπους. «Να σου 
γνωρίσω την Αγγελική. Και αυτός είναι ο Κίκο. Ε, τον Πόπι 
τον είδες, όταν ήρθες κάτω.» «Καλώς την» - χαμογέλασε 
η Ελένη, με ψυχρό χαμόγελο. Κοίταξε την κοπέλα επικριτι-
κά. «Ελάτε μέσα» τους προσκάλεσε με ένα αναστεναγμό.
Το κλίμα δεν ήταν όπως ακριβώς το περίμενε ο Κωστής. 
Αναζήτησε ενισχύσεις: «Πού είναι ο γέρος;» έτσι – τάχα 
στα αστεία – φώναζε τον Μιχάλη, τον πατέρα του. «Θα 
’ρθει…» απάντησε η μάνα και ξαφνικά χαμογέλασε καλο-
συνάτα. Στην πόρτα στεκόταν ο αγαπημένος της αδελφός, 
ο Χαράλαμπος με τον γιό του. Ο θείος – ψηλός, καλοστε-
κούμενος εβδομηντάρης με κάτασπρα πυκνά μαλλιά και 
πρόσωπο τετράγωνο – τον αγκάλιασε σφικτά. Ο Πανίκος, 
ο ξάδελφος παρόλο που ήταν συνομήλικος του Κωστή, 
είχε ήδη κοιλίτσα σε ένα περίεργο οβάλ σχήμα και αρχή 
φαλάκρας στο μέτωπο. Τον χαιρέτησε ψυχρά ενώ με το 
βλέμμα ερευνούσε την Αγγελική. «Η κοπέλα;» ρώτησε 
αναπόφευκτα ο θείος. Ο Κωστής αποφάσισε ότι πρέπει 
να γίνει πιο ξεκάθαρος. Πήγε κοντά της, την αγκάλια-
σε από τη μέση και είπε δυνατά: «Η Αγγελική, η κοπέλα 
μου.» «Χαίρω πολύ» - χαιρέτησαν ουδέτερα πατέρας και 
γιός, και κάθισαν στον παλιό, ξύλινο καναπέ.
Η Ελένη, ήρθε κοντά τους με ένα δίσκο φορτωμένο ανα-
ψυκτικά και γλυκά του κουταλιού. Πριν προλάβει να σερ-
βιριστεί ο Κωστής, μπήκε από την πόρτα της κουζίνας κρα-
τώντας τσάντες με τρόφιμα, ο πατέρας του. Ψηλός, στητός, 
λεβέντης. Ο Μιχάλης στα εβδομήντα τρία του θύμιζε ακό-
μα, τον νέο που ήταν περιζήτητος γαμπρός πριν από μισό 
αιώνα. Τα μάτια του ζωηρά, στο χρώμα της θάλασσας, 
φώτιζαν ένα ωραίο αρρενωπό και ταυτόχρονα τρυφερό 
πρόσωπο και θα ήταν φτυστός ο ηθοποιός Ρότζερ Μούρ 
αν δεν είχε αυτό το ζεστό, καλοσυνάτο χαμόγελο που έκα-
νε τη διαφορά, από την ψυχρή εικόνα του άλλου. Εγιναν 
οι απαραίτητες συστάσεις, για μιά ακόμα φορά και τελικά 
καταναλώθηκε το γλυκό καρυδάκι και άδειασαν γρήγορα 
τα ποτήρια με τα παγωμένα αναψυκτικά.
Ο Πανίκος, ο ξάδελφος κοιτούσε πονηρά, με λάγνο ύφος 
την Αγγελική, που κρατούσε το χέρι του Κίκο, ο οποίος 
ήταν στριμωγμένος στην ίδια πολυθρόνα μαζί της. Ο Κω-
στής έπιασε το βλέμμα του και εκνευρίστηκε. «Πώς παν οι 
δουλειές;» επέτρεψε στον εαυτό του μια κακία. Οι «δου-
λειές» του ξάδελφου είχαν γίνει γνωστές τελευταία, με 
ένα πολύ δυσάρεστο τρόπο: Πριν μερικά χρόνια κάτω από 
άγνωστες συνθήκες έπεισε μια μεγάλη εταιρεία εισαγω-
γής πολυτελών αυτοκινήτων, να τον διορίσει διευθυντή 
του καταστήματος στην πόλη τους. Ο καιρός περνούσε 
και η εταιρεία άδικα περίμενε να στείλει ο διευθυντής τα 
κέρδη από τις πωλήσεις. Μετά από πολλές προειδοποιή-
σεις, παρακάλια και απειλές, η υπόθεση οδηγήθηκε στο 
δικαστήριο. Εκεί φάνηκε ότι εκτός από την «υπεξαίρεση 
κερδών», ο ξάδελφος χρωστούσε και στο κράτος 150 χι-
λιάδες ευρώ, για φόρο προστιθέμενης αξίας, από μια δική 
του εταιρεία, που όπως τελικά παραδέχτηκε είχε ιδρύσει 
με τα κέρδη των εισαγωγέων. Από τη φυλακή τον έβγαλε 
ύστερα από ένα μήνα, ο πατέρας του, που αναγκάστηκε 
να πουλήσει όσο – όσο τα αμπέλια και το χωράφι το καλό.
Ο ξάδελφος δεν πρόλαβε να απαντήσει στην ερώτηση, 
γιατί η κυρία Ελένη φώναξε από την κουζίνα: «Ερχεσαι 
ένα λεπτό γιέ μου;» Ο Κωστής σηκώθηκε ανόρεχτα και 
πήγε κοντά της. «Εχω κάμει ψητό και πίτες που σου αρέ-
σουν…» άρχισε η μάνα του, αλλά ο γιός εκνευρισμένος 
την διέκοψε: «Γι’αυτό με φώναξες;» Είχε αφήσει το πεδίο 
ελεύθερο στον ξάδελφο και ανησυχούσε. «Οχι!» νευρί-
ασε με τη σειρά της η Ελένη. «Ποια είναι αυτή που μου 
κουβάλησες; Και το μωρό;» μπήκε κατευθείαν στο θέμα, 
ξεφουρνίζοντας φουριόζα τις ερωτήσεις που την έκαιγαν 
τόση ώρα. «Αυτή, είναι η κοπέλα μου. Και δεν είναι Αυτή. 
Εχει όνομα.» μπήκε στην αντεπίθεση ο Κωστής καταλα-
βαίνοντας ότι η μάνα του δεν είχε συμπαθήσει την κοπέ-
λα. «Βρε, και όνομα έχει και σκοπούς έχει» ξεφύσηξε η 
Ελένη. «Πρόσεξε μην μας μείνει αγγονί» χρησιμοποίησε 
την παλιά έκφραση της γιαγιάς της. «Καλά, τι σου έκαμε 
η κοπέλα; Ούτε την ξέρεις καλά – καλά» απόρησε ο νέος. 
«Την βλέπω εγώ τη χαμηλοβλεπούσα, την οσία Μαρία, 
την καπάτσα, θέλω παπά να μου το πεί; Αυτή θα σε τυλί-
ξει και χαμπάρι δεν θα πάρεις!» φώναξε ψιθυριστά, έτσι 
που μόνο οι γυναίκες στα χωριά ξέρουν να κάνουν. Ο Κω-
στής την κοίταξε απορημένος: «Καλά, εσύ δεν είσαι που 
μ’έφαγες να παντρευτώ;» «Εγώ βέβαια, αλλά όχι με μιά 
τέτοια! Και το μωρό; Τι είναι, χωρισμένη; Μη μου πεις ότι 
είναι παντρεμένη;» φώναξε η μάνα. «Οχι… δεν είναι. Δεν 
ξέρω» ομολόγησε ο γιός.
Στην κουζίνα ήρθε βιαστικά ο πατέρας. «Τι γίνεται; Ξέ-
ρετε μέχρι που ακούγονται οι φωνές σας; Ντροπή, Ελένη, 
σε ακούει η κοπέλα μέσα…» «Εσύ μη μιλάς Μιχάλη! Εσύ 
φταις που ο γιός σου κατάντησε έτσι!» «Γιατί; Πώς είναι ο 
γιός μου; Μια χαρά παιδί. Και η κοπέλα μια χαρά είναι!» 
«Ε, βέβαια εσένα πάντα σου φαίνονται όλα μια χαρά!» 
άρχισε νέο κύκλο επιθέσεων η Ελένη, φωνάζοντας.
Στην κουζίνα κατέφθασε με φόρα ο θείος Χαράλαμπος. 
«Ελάτε μέσα και αφήστε τις φωνές. Η κοπέλα σας ακούει.»
Στο μπροστινό δωμάτιο η Αγγελική είχε σηκωθεί και 
κρατούσε στην αγκαλιά της τον Κίκο, που ήταν τρομαγμέ-
νος. Ο Κωστής την πήρε από το χέρι. «Πάμε» - της είπε μα-
λακά – «η εκδρομή τέλειωσε.» Παρά τις αντιρρήσεις και 
τα «περίμενε» του πατέρα του, τους πέταξε ένα «γεια!» 
μπήκε στο αυτοκίνητο με την υπόλοιπη παρέα και έφυγε, 
οδηγώντας στα στενά δρομάκια του χωριού με μεγάλη τα-
χύτητα και αγνοώντας τα περίεργα βλέμματα των καφενό-
βιων της πλατείας. Στο διαμέρισμα της Μαρίας οι δυό νέοι 
κάθισαν αργά το βράδυ στη μικρή βεράντα, αφού πρώτα μπανιαρίστηκε και κοιμήθηκε ο Κίκο, που δεν έφαγε τίποτα, αποκαμωμένος από την κούραση και τη ζέστη. Αντίθετα ο Πόπι 
έγλυψε το πιάτο του με μεγάλη όρεξη μετά την εκδρομή στον 
καθαρό αέρα. Στην αρχή δεν μιλούσε κανένας. «Ο πατέρας του Κίκο…» άρχισε η Αγγελική. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα, αν 
δεν θέλεις… επειδή άκουσες τη μάνα μου». Τη διέκοψε ο 
Κωστής. «Οχι! Θέλω να σου πω. Τώρα πιά δεν είσαι ξένος. 
Ο πατέρας του Κίκο ήταν συνάδελφος μου στο λογιστικό 
γραφείο. Εγώ στο δεύτερο όροφο και αυτός στον πρώτο. 
Σε ένα πάρτυ της εταιρείας, τα Χριστούγεννα, ήρθαμε κο-
ντά και σιγά – σιγά γίναμε ζευγάρι. Ελεγε ότι με αγαπούσε, 
μου έφερνε λουλούδια, δώρα – περνούσαμε ωραία. Οταν 
του είπα ότι ήμουν έγκυος, η συμπεριφορά του άλλαξε. 
Χωρίς να μου πει τίποτα συγκεκριμένο, να δώσει κάποια 
εξήγηση, απομακρύνθηκε. Ξαφνικά ήταν πνιγμένος στη 
δουλειά και δεν είχε χρόνο για μένα. Ενα πρωί μου είπε 
μια συνάδελφος ότι παραιτήθηκε γιατί είχε βρει δουλειά 
αλλού… Ο Κίκο είναι τριών χρονών και πέντε μηνών. Δεν 
τον έχει δει ποτέ του. Στη δουλειά, τους είπα ότι πατέρας 
είναι κάποιος από εδώ, από την πόλη μας και ότι τον βλέ-
πω τα Σαββατοκύριακα». Ο Κωστής άπλωσε το χέρι και 
έσφιξε το δικό της. Η κοπέλα τον κοίταξε ερωτηματικά. 
«Είσαι ένας γενναίος άνθρωπος» της είπε με το βλέμμα 
βυθισμένο στα μάτια της. 
Το πρωί της άλλης μέρας πήγε στο σπίτι του. Μόλις κα-
τέβηκε από το αυτοκίνητο, τον φώναξε ο γείτονας από 
απέναντι. «Βρήκες δουλειά; Εχει θέση στην υπεραγορά. 
Ο κουνιάδος μου πάει για εγχείρηση και ψάχνουν αντι-
καταστάτη για ένα μήνα» του είπε βιαστικά χωρίς να πά-
ρει ανάσα. «Να πάς στον υπεύθυνο και να του πεις ότι 
σε έστειλε ο Τριαντάφυλλος». Ετσι έλεγαν τον κουνιάδο, 
όπως φάνηκε στη συνέχεια, ένα ψηλό, χοντρό με πρόσω-
πο μακρόστενο που έμοιαζε πολύ με ιπποπόταμο, αλλά 
καθόλου με τριαντάφυλλο. 
«Ευχαριστώ», χαμογέλασε ο Κωστής στον γείτονα. «Από 
καθόλου κάτι είναι και τούτο». Μπήκε στο σπίτι του, άλ-
λαξε ρούχα και πήγε στην υπεραγορά. «Το ωράριο είναι 
6.30 – 4.30 από το πρωί μέχρι το απόγευμα, του διευκρί-
νισε ο υπεύθυνος. Θα πάρεις καθαρά 800 ευρώ, χωρίς 
ωφελήματα» πρόσθεσε και έδειξε στον Κωστή ένα χαρτί 
για να υπογράψει. «Ξεκινάς μεθαύριο, την Δευτέρα. Θα 
κουβαλάς οτιδήποτε χρειαστεί. Τις κάσες με τα λαχανικά 
και τα φρούτα, τις φιάλες με το γκάζι, ότι σου πούν τελο-
σπάντων». Ο Κωστής μπήκε στο αυτοκίνητο θυμωμένος. 
Την Κυριακή έμπαινε ο Ιούλης και θα περνούσε ολόκληρο 
τον μήνα στην υπεραγορά για 800 ψωροευρώ! 
Μετά θυμήθηκε ότι στην τσέπη του δεν είχε ούτε οκτώ 
ευρώ και ο θυμός του πέρασε. Αφού έβαλε βενζίνη στο 
αυτοκίνητο, πήγε περνώντας από το μικρό πάρκο στο πε-
ρίπτερο να πάρει μια σοκολάτα για τον Κίκο. Κοιτάζοντας 
από το ανοικτό παράθυρο το μπλε παγκάκι χαμογέλασε 
και άνοιξε το ραδιόφωνο. «Παλιοζωή, παλιόκοσμε και πα-
λιοκοινωνία…» τραγουδούσε μια βαθιά, μπάσα φωνή και 
ο Κωστής εκνευρίστηκε πάλι.
Αργά το απόγευμα, όταν ο καιρός δρόσισε λιγάκι, οι τέσ-
σερις τους μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν επίσκεψη 
στον Λάμπρο και την Ευαγγελία. Πήραν μαζί κάτι ωραία, 
χνουδωτά χρυσόμηλα, που είχε προφτάσει ο πατέρας να 
βάλει στα χέρια του πριν φύγουν βιαστικά από το χωριό. 
Η Ευαγγελία αγκάλιασε την Αγγελική και τη φίλησε, ενώ ο 
Λάμπρος αστειεύτηκε: «Εσύ είσαι λοιπόν που μου έκλε-
ψες το φίλο;» Ο Κωστής τους μίλησε για την καινούργια 
του δουλειά, με φωνή γεμάτη απογοήτευση. «Ε, καλά μην 
απελπίζεσαι. Τουλάχιστον θα γυμνάζεσαι δωρεάν. Θα κά-
μεις κάτι μύες!» συνέχισε τα αστεία ο Λάμπρος. Ο Κωστής 
αναστέναξε βαθιά και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω. 
«Κάποτε κάναμε όνειρα… θα δουλέψω, θα πετύχω, θα 
κάμω τη διαφορά, θα δώσω κάτι καλύτερο…Τώρα το μόνο 
που μας μένει, είναι να αντέξουμε την πραγματικότητα» – 
φιλοσόφησε κοιτώντας το ταβάνι. 
Στο μικρό σαλονάκι έπεσε σιωπή. Η ατμόσφαιρα βάρυ-
νε. Από το μέσα δωμάτιο βγήκε τρεκλίζοντας στα παχουλά 
της ποδαράκια η δίχρονη Αναστασία και πήγε κατευθείαν 
στον Κωστή. «Αγάπη μου ξύπνησες;» φώναξε η Ευαγγε-
λία, σηκώθηκε και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της. Η μι-
κρή της έδωσε ένα δυνατό, δροσερό φιλί στο μάγουλο και 
η μάνα της την κοίταξε με λατρεία. Ο Κίκο, που καθόταν 
στο πάτωμα και συνομιλούσε με γρυλίσματα με τον Πόπι, 
σηκώθηκε και έκατσε στα γόνατα της Αγγελικής. Οι δυό 
κοπέλες κοιτάχτηκαν και γέλασαν. Η ατμόσφαιρα άλλα-
ξε και οι τέσσερις άρχισαν να μιλούν για άσχετα με την 
καθημερινή πραγματικότητα θέματα: «Ενα εκατομμύριο 
κλήρωσε προχθές το ΛΟΤΟ. Πού θα τα ξοδέψει άραγε ο 
τυχερός;» είχε απορία ο Λάμπρος. «εσύ τι θα τα έκανες;» 
ρώτησε στ΄ αστεία ο Κωστής. «Να σου πώ, δεν το σκέφτη-
κα…» άρχισε ο φίλος του αλλά η γυναίκα του τον διέκοψε: 
«Εγώ θα αγόραζα ένα κατάστημα με παιδικά ρούχα και 
παπούτσια.» «Εγώ θα άνοιγα νηπιαγωγείο – είπε η Αγγε-
λική για να μάθω στα μωρά ωραία πράγματα» πρόσθεσε 
κοκκινίζοντας. «Λοιπόν! Το βρήκα!» φώναξε σαν παιδί ο 
Λάμπρος. Θα αγόραζα μια υπεραγορά και θα έλεγα: όσοι 
είναι άνεργοι να παίρνουν ότι θέλουν δωρεάν. Και για όλα 
τα παιδιά σοκολάτες και παγωτά!» «Καλά! Η αλεπού στον 
ύπνο της…» γέλασε ο Κωστής, που ήξερε την αδυναμία του 
φίλου του στα γλυκά. «Εσύ δεν μας είπες τι θα έκανες με 
το εκατομμύριο!» τον προκάλεσε ο Λάμπρος. «Δεν ξέρω… 
μάλλον θα γινόμουν συνέταιρος σου… Αυτό που θέλω δεν 
γίνεται με εκατομμύρια…» σοβάρεψε ξαφνικά ο Κωστής. 
«Τι δηλαδή;» ενδιαφέρθηκε η Ευαγγελία και οι άλλοι τον 
κοίταξαν. Ο Κωστής σιώπησε για λίγο. «Ε, τι;» τους κοίταξε 
αποφασιστικά. «Να αλλάξω τα πράγματα. Να αλλάξω την 
ζωή μου… την ζωή όλων μας» είπε σαν να το είχε σκεφτεί 
μόλις εκείνη τη στιγμή. «Αλλοι τρών με χρυσά κουτάλια 
και εμείς δεν ξέρουμε αν θα φάμε αύριο… Και τώρα ακό-
μα, μέσα στην κρίση, εμείς είμαστε άνεργοι και νηστικοί, 
ενώ κάποιοι απλώς μαζεύουν τις άκρες τους, όπως το λένε 
και ανησυχούν ότι θα χάσουν τα εκατομμύρια που 
απέκτησαν σε βάρος μας». 
«Ε, ε! σιγά βρε Μαρξ!» φώναξε ο Λάμπρος, που σαν 
φοιτητής είχε ένα διάστημα ενεργό δράση στην αριστερή 
παράταξη. «Μια ερώτηση σου κάναμε και πήρες φόρα. 
Εντάξει! Ούτε σε μένα αρέσει που παίρνουν τις αποφά-
σεις άλλοι και μας οδηγούν εκεί που θέλουν, χωρίς καν 
να μας ρωτούν. Αλλά εσύ, θέλεις να αλλάξεις ολόκληρο 
το σύστημα!» «Οσοι επωφελούνται από την κατάσταση, 
δεν θα δεχτούν ποτέ να αλλάξει σε βάρος τους…» είπε η 
Αγγελική, που τους άκουγε τόση ώρα σιωπηλά. «Αλλά αν 
το σύστημα δεν λειτουργεί, γιατί να μείνει το ίδιο;» «Και 
τι προτείνεις;» Ο Λάμπρος ήταν πραγματικά προβλημα-
τισμένος. «Δεν ξέρω…» ομολόγησε ο Κωστής. «Η ιστορία 
μας δείχνει ότι οι επιτήδειοι εκμεταλλεύονται ακόμα και 
τις επαναστάσεις: Εμείς αφεθήκαμε να παρασυρθούμε σ΄ 
αυτό το παράλογο πανηγύρι της απληστίας και ορίστε! 
Τώρα που φάγαμε το χαστούκι, είδαμε επιτέλους καθαρά 
τι συμβαίνει. «Το πιo σημαντικό είναι να δούμε πως θα τα 
καταφέρουμε τώρα» είπε η Ευαγγελία. «Σε τι μας φταινε 
τούτα τα μωρά;» «Οι λύσεις θα βρεθούν! Ηταν αισιόδοξη 
η Αγγελική. «Στην ανάγκη πάντα βρίσκονται λύσεις. Φτά-
νει να μην αφήνουμε άλλους να αποφασίζουν για μας. 
Δήθεν για το καλό μας». 




Κεφάλαιο Τρίτο
Τη Δευτέρα, ο Κωστής σηκώθηκε χαράματα. Ντύθη-
κε σιγά, για να μην ξυπνήσει την Αγγελική και πήγε στην 
υπεραγορά. Στο γραφείο του υπεύθυνου προσωπικού κα-
θόταν ένας παχουλός φαλακρός άνδρας, με άσπρο που-
κάμισο και σκούπιζε συνέχεια με ένα μαντήλι τον ιδρώτα 
από το πρόσωπο του. Ο Κωστής του είπε ποιος ήταν, και 
εκείνος χωρίς να απαντήσει, κύλισε με την καρέκλα του 
μέχρι την πλαϊνή πόρτα, την μισάνοιξε και φώναξε δυνα-
τά : «Γιαννάκη!’» Υστερα έμεινε να κοιτάζει αμίλητος τον 
νέο. Από την πόρτα μπήκε αργά ένας μεσόκοπος λεπτός 
άντρας, μελαχρινός, μετρίου αναστήματος, που φορούσε 
μια μπλε φόρμα εργασίας. «Ηρθε ο καινούργιος» – είπε ο 
υπεύθυνος. «Δείξε του τι πρέπει να κάνει». Ο Γιαννάκης 
έκαμε μεταβολή και προχώρησε. Ο Κωστής τον ακολούθη-
σε. Βγήκαν σε μια μεγάλη αυλή όπου ήταν σταθμευμένα 
δυό φορτηγά. Ενας νέος, με την ίδια μπλε φόρμα κατέ-
βαζε κασόνια γεμάτα φρούτα και τα έπαιρνε μέσα στην 
υπεραγορά. Ο Γιαννάκης απευθύνθηκε για πρώτη φορά 
στον Κωστή. «Είμαι ο Γιαννάκης ο Ζαχαρένιος» του είπε 
και άπλωσε το χέρι για χειραψία. Ο Κωστής έπνιξε ένα γε-
λάκι, που του ήρθε αυθόρμητα και έσφιξε το χέρι του άλ-
λου. Οπως του υπέδειξε ο Γιαννάκης άρχισε να μεταφέρει 
κασόνια, μαζί με τον νέο του συνάδελφο, που αργότερα 
έμαθε πως τον έλεγαν Ματθαίο. 
Σιγά – σιγά μεγάλωσε η κίνηση στην υπεραγορά, οι υπο-
δείξεις από τον Γιαννάκη έπεφταν βροχή και ο Κωστής μό-
λις που κατάφερνε να πάρει ανάσα. Στις δέκα η ώρα έκα-
ναν διάλειμμα για να πιούν λίγο νερό. Στάθηκαν με τον 
Ματθαίο σε ένα τσίγκινο υπόστεγο στην άκρη της αυλής 
και έπιναν το παγωμένο νερό από τις μπουκάλες. Μέσα 
στην υπεραγορά, τα αιρκοντίσιον δούλευαν με ένταση 
δροσίζοντας τους πελάτες, αλλά έξω ο καύσωνας ήταν 
αφόρητος. Ο Κωστής μετάνιωσε που δεν είχε καπέλο και 
όπως δεν είχε ούτε μαντήλι, αναγκάστηκε να σκουπίσει 
τον ιδρώτα από το πρόσωπο με την άκρη της μπλούζας 
του. Οταν ξεδίψασε, έχυσε το νερό στο κεφάλι του για να 
δροσιστεί. Ο Γιαννάκης τους είδε από μακριά και φώναξε: 
«Ελάτε! Γρήγορα!» Ενας πελάτης ήθελε να φορτώσουν τη 
φιάλη του γκαζιού στο αυτοκίνητο του. Ο Ματθαίος φόρ-
τωσε τη φιάλη και πήγε βιαστικά πίσω στο υπόστεγο, να 
πιεί το υπόλοιπο νερό του. «Ξέρεις γιατί τον Γιαννάκη τον 
λένε Ζαχαρένιο;» ρώτησε τον Κωστή ανασαίνοντας βαριά 
από τη ζέστη. «Οταν υπηρετούσε στο στρατό, του έβγα-
λαν το παρατσούκλι αυτό γιατί αρνιόταν να κάμει μπάνιο. 
Τα μπάνια βλέπεις ήταν κοινά και ο Γιαννάκης ντρεπόταν. 
Οι άλλοι του φώναζαν: «πήγαινε βρε να κάμεις μπάνιο, 
δεν θα λιώσεις, τι, ζαχαρένιος είσαι;» και του έμεινε. 
«Ώστε είναι Ζαχαρένιος γιατί είναι βρώμικος και όχι γιατί 
είναι γλυκός;» αναρωτήθηκε φωναχτά με σοβαρό ύφος 
ο Κωστής και οι δύο νέοι έσκασαν στα γέλια. Πλήρωσαν 
όμως ακριβά την απερισκεψία τους γιατί ο Γιαννάκης τους 
εντόπισε πάλι και ήρθε κοντά τους με γρήγορα βήματα: 
«Τι κάνετε ακόμα εδώ; Το νερό σας το ήπιετε! Πίσω στην 
δουλειά! Θέλετε να μας απολύσουν όλους;» Είχε δίκιο. Οι 
ιδιοκτήτες αφορμή θέλανε. Οι αντικαταστάτες περίμεναν 
κυριολεκτικά στην ουρά. 
Η μέρα φάνηκε ατέλειωτη στον Κωστή. Το απόγευμα 
όταν ήρθαν οι άντρες της επόμενης βάρδιας, μπήκε στο 
αυτοκίνητο και για ώρα δεν είχε την ψυχική δύναμη να το 
ξεκινήσει για να φύγει. Ενιωθε φοβερή κούραση και μιά 
μεγάλη ατονία, σαν κάποιος να του είχε ρουφήξει όλες 
του τις δυνάμεις με μια τεράστια ηλεκτρική σκούπα. Πέ-
ρασαν έτσι δυό ατέλειωτες μεγάλες εβδομάδες. «Τώρα 
καταλαβαίνω, γιατί το Πάσχα, ο κόσμος μιλά για την μεγά-
λη εβδομάδα» είπε στην Αγγελική ένα βράδυ, καθισμένος 
στο μικρό μπαλκόνι, φορώντας μόνο ένα μικρό παντελο-
νάκι, με τα δυνατά του πόδια ακουμπισμένα στο χαμη-
λό κιγκλίδωμα. Η κοπέλα όμως είχε τις δικές της έγνοιες. 
«Στο τέλος του μήνα λήγει η άδεια που πήρα» του είπε 
ύστερα από μια μακριά σιωπή. Είχε ζητήσει άδεια χωρίς 
απολαβές, για να μείνει κοντά στη Μαρία. Τώρα ανη-
συχούσε. Η οικονομική κρίση πήρε μεγάλες διαστάσεις 
ακόμα και στην πρωτεύουσα και δεν ήταν σίγουρη τι θα 
έβρισκε γυρνώντας. Ο Κωστής την καταλάβαινε. Σκεφτό-
ταν τον Κίκο. Αν έμενε χωρίς δουλειά, πώς θα ζούσε το 
παιδί της; Την κοίταξε. Για πρώτη φορά από τότε που τη 
γνώρισε, σκέφτηκε πως έπρεπε να πάρει μια απόφαση για 
τη σχέση τους. Μέχρι τη στιγμή εκείνη, δεν τον είχαν προ-
βληματίσει τα αισθήματα του. Περνούσε καλά και αυτό 
ήταν όλο. Ετσι γινόταν και με τις προηγούμενες γυναίκες στη ζωή του. 
Ξαφνικά ένας μικρός θόρυβος ακούστηκε από μέσα και 
η Αγγελική σηκώθηκε να κοιτάξει το παιδί. Περνώντας 
από μπροστά του, ένιωσε το ανεπαίσθητο άρωμα της 
– δροσερό με τη μυρωδιά των λουλουδιών και ξαφνικά 
συνειδητοποίησε πως αυτή η κοπέλα είχε γίνει μέρος της 
ζωής του, πως χωρίς αυτήν θα γυρνούσε και πάλι σε κείνη 
την άδεια, την δίχως νόημα καθημερινότητα που έμοιαζε 
να τον οδηγεί μόνιμα σε αδιέξοδο. Ακουσε τα βήματα της 
και σηκώθηκε. «Θέλω να σου πω…» άρχισε αλλά εκείνη 
ήταν ανήσυχη: «Ο Κίκο δεν νιώθει καλά… Πονάει η κοι-
λίτσα του… έχει και πυρετό…» «Πυρετός; Αντε, πάμε! Θα 
τον πάρουμε στο νοσοκομείο». Σε λίγα λεπτά βρίσκονταν 
και οι τρείς στο αυτοκίνητο με τον Κίκο ολοκόκκινο στην 
αγκαλιά της μάνας του. Ο Πόπι ξεχασμένος στο δρόμο γά-
βγιζε θυμωμένος. Αποδείχτηκε ότι το θέμα ήταν επείγον. 
«Ο μικρός έχει οξεία περιτονίτιδα και θα εγχειρισθεί αμέσως» 
τους είπε με στόμφο ο γιατρός των Πρώτων Βοηθειών. Περίμεναν 
για πολλή ώρα τον χειρούργο. Κάθονταν έξω από το χει-
ρουργείο, πάνω σε ένα ξύλινο πάγκο – που αργότερα ο 
Κωστής θυμήθηκε ότι ήταν βαμμένος μπλε «όπως το δικό 
μας μπλε παγκάκι» - αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλούν. 
Κάθε φορά που κάποιος ασπροντυμένος έβγαινε από τη 
μεγάλη δίφυλλη πόρτα, η Αγγελική πεταγόταν πάνω για 
να τον πλησιάσει. Κανένας όμως δεν είχε σχέση με την εγ-
χείριση του μικρού. Σε μια στιγμή από τον ανελκυστήρα 
βγήκαν δυο νοσοκόμοι που έσπρωχναν τρέχοντας ένα φο-
ρείο με κάποιον βαριά τραυματισμένο. Από τη μια πλευ-
ρά του φορείου, έπεφταν κάτω σταγόνες κόκκινου πηκτού 
αίματος. Η Αγγελική έχωσε το κεφάλι της στα χέρια της, 
να μην βλέπει. Ο Κωστής τη φίλησε στα μαλλιά. «Ολα θα 
πάν καλά. Θα δεις». Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή του που 
θα έπρεπε να δώσει σε κάποιον θάρρος. Δεν ήξερε τι άλλο να πει. 
Ξαφνικά από το χειρουργείο βγήκε ο γιατρός. Προχώρη-
σε κουρασμένος προς το μέρος τους. Ο νέος ένιωσε την 
κοπέλα που για μια στιγμή, για ένα δευτερόλεπτο σταμά-
τησε να αναπνέει. Ώστόσο ο γιατρός είχε καλά νέα. «Μια 
χαρά τα πήγαμε», τους είπε. «Μπορείτε να πάτε να τον 
δείτε. Μόνο για λίγο όμως». Η Αγγελική άρχισε να κλαίει. 
«Από τη μέρα που με γνώρισες, όλο κλαίω» είπε στον νέο 
απολογητικά, μέσα από τα δάκρυα της. 
Το πρωί ο Κωστής πήγε από το νοσοκομείο κατευθείαν 
στο σπίτι, έκανε ένα κρύο ντους και τηλεφώνησε στη μάνα 
του. «Μάνα, αποφάσισα να παντρευτώ» είπε χωρίς κανέ-
να πρόλογο στην κυρία Ελένη. «Δεν της το έχω πει ακόμα. 
Αλλά αυτήν θέλω για γυναίκα μου. Σου το λέω, για να μην 
πεις μετά ότι το έκρυψα. Γι΄ αυτό. Αντε τώρα, γεια, 
έχω να πάω στη δουλειά». 
Στη δουλειά, ο Γιαννάκης ο Ζαχαρένιος του έκαμε πα-
ρατήρηση γιατί είχε αργήσει πέντε λεπτά. Για μεγάλη του 
έκπληξη όμως, δεν απολογήθηκε, αλλά του ζήτησε να 
λείψει καμιά ώρα γύρω στο μεσημέρι. «Εχεις τρελαθεί 
μου φαίνεται» θύμωσε ο Ζαχαρένιος, «ή μήπως νομίζεις 
πως όποιος έχει ένα πτυχίο, αποκτά προνόμια εδώ; Αντε 
τράβα στη δουλειά, πριν σε καταγγείλω στο διευθυντή!» 
Ο Κωστής από τα νεύρα του, κουβάλησε τρία κασόνια, 
χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει. «Τι έχεις;» τον ρώτησε ο 
Ματθαίος. Ο νέος του εξιστόρισε τα γεγονότα της νύχτας. 
«Ρε φίλε, σε νιώθω! Ο γιος της αδελφής μου έπαθε ακρι-
βώς το ίδιο και μόλις τον προλάβαμε!» Η αδελφή του, που 
όπως φάνηκε την βοηθούσε οικονομικά, είχε χωρίσει από 
τον άνδρα της μετά που τον έπιασε να την απατά στο ίδιο 
το κρεβάτι τους με μια Ρωσίδα χορεύτρια. Ετσι ο Ματθαίος 
έγινε θείος – προστάτης, αναλαμβάνοντας ευθύνες στα 
22 του χρόνια, αφού «έτσι τα έφερε η ζωή» – είπε απλά. 
Το απόγευμα, ο Κωστής έφυγε από την υπεραγορά τρέ-
χοντας. Στο νοσοκομείο η Αγγελική καθόταν κουρασμένη 
δίπλα στο μικρό κρεβατάκι του Κίκο. Το παιδί, χαμογέλασε 
αδύναμα όταν είδε τον Κωστή, που του είπε δυνατά: «Πώς 
είναι ο λεβέντης μου;» - «Ο γιατρός μου έβαλε ένεση και 
δεν φοβήθηκα» - παινεύτηκε ο Κίκο επιδεικνύοντας τις 
καινούργιες λέξεις που έμαθε. Ο νέος έγνεψε στην κοπέ-
λα, να βγουν για λίγο έξω από το δωμάτιο. «Ενα λεπτό και 
έρχομαι πίσω,» είπε η Αγγελική στον γιό της. Στάθηκαν 
μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο του διαδρόμου. «Πώς 
τα πάει; ρώτησε ο Κωστής» - «Καλά!» Η φωνή της ήταν 
γεμάτη ανακούφιση. «Αγγελική θέλω να σου πω κάτι»… 
άρχισε εκείνος «ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, 
ούτε ο τόπος… αλλά θέλω να σου το πω, δεν αντέχω άλλο. 
Θέλω να σε παντρευτώ!»
Τα τελευταία λόγια τα είπε τόσο γρήγορα, που η κοπέ-
λα στην αρχή δεν ήταν σίγουρη ότι άκουσε καλά. Το ύφος 
του όμως και τα γεμάτα προσμονή μάτια του την έπεισαν 
ότι έτσι ήταν: Της είχε κάνει πρόταση γάμου. «Και εγώ το 
θέλω» του απάντησε απλά. «Να ζούμε μαζί δηλαδή … όσο 
για το γάμο δεν είναι απαραίτητο. Μη βιαστούμε». «Οχι» 
της είπε. «Εγώ θέλω να παντρευτούμε. Θα είναι καλό και για τον Κίκο». Μια ομάδα νεαρών νοσοκόμων ήρθε και στάθηκε κοντά 
τους. Ηθελε να την αγκαλιάσει αλλά ξαφνικά ντράπηκε. 
Εκείνη το κατάλαβε και χαμογέλασε. Τον τράβηξε κοντά 
της και τον φίλησε στο στόμα με πάθος. Οι νεαροί χειρο-
κρότησαν. «Μπράβο!» είπε ένας ψηλός με γαμψή μύτη. 
Κάποιος γιατρός βγήκε από το θάλαμο και φώναξε: «Τι χα-
ζεύετε εσείς εκεί; Γρήγορα, σας περιμένω!» Οι νέοι έφυ-
γαν τρέχοντας, ανεμίζοντας τις άσπρες ρόμπες τους, που 
έμοιασαν για μια στιγμή με φτερά αγγέλων. «Και η μάνα 
σου;» ρώτησε η Αγγελική σαν να συνέχιζε μια παλιά συζή-
τηση. «Το ξέρει.» είπε ο Κωστής. «Της το είπα το πρωί από 
το τηλέφωνο». «Και τι λεει;» «Τίποτα, δεν την άφησα να 
μιλήσει. Το έκλεισα». Ο Κίκο ανάρρωνε γρήγορα. Στην παιδική πτέρυγα, έπιασε φιλίες με άλλα παιδάκια και ξεσήκωνε 
κάθε μέρα καινούργιες λέξεις που άκουε γύρω του. Η Αγγελική γελούσε ακούγοντας τον, τόσο πολύ που από τα μάτια της έτρεχαν 
δάκρυα. Ηταν ευτυχισμένη. Το μωρό της ήταν καλά – αυτό 
είχε σημασία. Ο Κωστής από την άλλη, μετά την απόφα-
ση του να παντρευτεί, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Εκανε 
σχέδια για το μέλλον και ήταν γεμάτος έγνοιες. Η δουλειά 
– που από την αρχή έτσι κι αλλιώς δεν του άρεσε – τώρα 
του φαινόταν κάτεργο. Οι κόντρες με τον ζαχαρένιο είχαν 
καταντήσει καθημερινό φαινόμενο. «Πώς αντέχεις βρε 
Ματθαίο;» - ρωτούσε τον καινούργιο του φίλο. «Και τι να 
κάμω;» απαντούσε εκείνος. «Αν με απολύσουν, πώς θα 
ζήσω και πώς θα βοηθώ την αδελφή μου; Στο κάτω – κάτω 
και αλλού να πάω – όλοι οι εργοδότες είναι ίδιοι». 
Στα 22 του ο Ματθαίος είχε αποκτήσει πικρή πείρα από 
τη ζωή. «Είσαι έξυπνος» – του έλεγε ο Κωστής – «γιατί δεν 
πήγες να σπουδάσεις, να έχεις κι εσύ ένα πτυχίο;» «Εσύ 
που έχεις, τι κατάλαβες;» τον κτύπησε άθελα του κάτω 
από την μέση ο άλλος. «Εγώ δεν ήθελα να σπουδάσω. Τα 
βαριέμαι τα γράμματα. Αλλά, δεν θα μείνω για πάντα εδώ. 
Οταν περάσει αυτή η κρίση, θα ανοίξω ένα δικό μου πρα-
τήριο βενζίνης. Ξέρεις πόσα βγάζουν αυτοί; Θα είναι δικό 
μου και δεν θα έχω κανένα πάνω στο κεφάλι μου. Κι αν 
θα δουλέψω σκληρά, θα είναι για μένα, όχι για να βγάζει 
κέρδος το αφεντικό και εγώ να παίρνω ψίχουλα.» «Και με 
τι λεφτά θα ανοίξεις το πρατήριο;» τον προσγείωσε από-
τομα ο Κωστής. «Δεν ξέρω…. ακόμα. Θα δούμε…. Πάντως 
θα τα βρω», πείσμωσε ο φίλος του. «Πάλι στην κουβέντα 
το ρίξατε;», - ο Ζαχαρένιος τους είχε βάλει στο μάτι. «Γρή-
γορα! Εσύ να κουβαλήσεις ένα γκάζι και εσύ να πάς πάνω 
στο δεύτερο να φέρεις κάτι γλάστρες για μιά κυρία». Οι 
δυο νέοι ξεκίνησαν αργά, χαλαρά χωρίς να βιάζονται. Ο 
ήλιος του Ιούλη προκαλούσε θερμοκρασία που έφτανε 
τους 40 βαθμούς, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας 
πυκνής ατμόσφαιρας, μέσα στην οποία δεν μπορούσες να 
κινηθείς γρήγορα, ενώ η ορατότητα έπεφτε κατακόρυφα 
από την εκτυφλωτική αντανάκλαση του φωτός. 
Στο τέλος της εβδομάδας, ο Κίκο πήρε εξιτήριο από το 
νοσοκομείο. «Θα τον φέρνετε να τον παρακολουθώ» τους 
είπε ο γιατρός. Ο Κίκο του χαμογέλασε και ο γιατρός έσκυ-
ψε και έσφιξε το μικρό χεράκι με μια χειραψία για μεγά-
λους. Περνώντας από το περίπτερο, ο Κωστής αγόρασε 
παγωτά για όλους. Το γεγονός ήταν σημαντικό και έπρεπε 
να το γιορτάσουν. Στο διαμέρισμα, τους προϋπάντησε με 
δυνατά, χαρούμενα γαυγίσματα ο Πόπι. 
Μόλις βράδιασε, ο Κωστής πήγε σπίτι του να πάρει κά-
ποια πράγματα. Λίγο πριν φύγει κτύπησε το τηλέφωνο. 
Ηταν ο πατέρας του. «Πού είσαι γιέ μου; Σε παίρνω κάθε 
μέρα αλλά δεν απαντάς». Ο κύριος Μιχάλης ακουγόταν 
στεναχωρημένος. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο γιός του. 
«Η μάνα σου… κλαίει συνέχεια. Της είπες λέει ότι θα πα-
ντρευτείς την Αγγελική….» «Ναι! Θα την παντρευτώ!» τον 
διέκοψε ο νέος. «Αν την θέλεις γιέ μου να την πάρεις. Η 
μάνα σου ετοιμάζεται να έρθει να σε βρει. Μη τη μαλώ-
σεις. Με το καλό. Είναι μεγάλη γυναίκα. Από αγάπη το 
κάνει». Ο κύριος Μιχάλης! Πάντα σε ρόλο πυροσβέστη 
ανάμεσα στη μάνα και το γιό. «Πατέρα να της πεις να μην 
έρθει. Δεν θα με βρει. Δεν μένω πια εδώ. Θα έρθω εγώ 
στο χωριό, πες της και θα τα πούμε». Ο Κωστής δεν ήθελε 
να τσακώνεται με την μάνα του. Πώς τα κατάφερνε όμως 
πάντα να της πηγαίνει κόντρα, δεν μπορούσε να καταλάβει. 




Κεφάλαιο Τέταρτο
Την Κυριακή ξεκίνησε νωρίς το πρωί, για το χωριό. Η 
μέρα ήταν συννεφιασμένη. Οταν έφτασε κοντά στο δάσος 
με τα πεύκα, άρχισε να ψιχαλίζει. Αν ο Μάης ήταν απλά 
κακομαθημένος, ο Ιούλης ήταν σαν τρελός που το έσκασε 
από το τρελοκομείο: Τη μια μέρα η ζέστη ήταν φοβερή, η 
θερμοκρασία στα ύψη, τα πρόσωπα λες και έλιωναν κάτω 
από τον ήλιο και οι χειραψίες κολλούσαν από τις ιδρωμέ-
νες παλάμες. Την άλλη, φυσούσε δυνατός αέρας, η θερμο-
κρασία έπεφτε, η υγρασία μεγάλωνε και στα ορεινά είχε 
ομίχλη και βροχές. Τέτοιο καλοκαίρι, ούτε οι πολύ ηλικιω-
μένοι δεν μπορούσαν να θυμηθούν. Ανοιξε το ραδιόφω-
νο, να ακούσει μουσική. Στις ειδήσεις πρωταγωνιστούσαν 
οι Τροϊκανοί και οι όροι τους οποίους αποδέχτηκαν οι 
«Διαπραγματευτές» στο όνομα της ανάπτυξης. «Μπήκαν 
στην πόλη οι εχθροί, μπήκανε οι Τροϊκανοί» τραγούδησε 
παράφωνα, αλλάζοντας το γνωστό τραγούδι ο Κωστής και 
έκλεισε νευριασμένος το ραδιόφωνο. 
Πλησιάζοντας το χωριό του, ελάττωσε ταχύτητα. Εφτασε 
στις γειτονιές που έπαιζε μικρός, έξω απο τα παλιά, μικρά, 
πετρόχτιστα σπίτια, στους μαντρότοιχους που ζώνουν τις 
αυλές, εκεί που στήνουν ακόμα πηγαδάκια οι γειτόνισσες 
με τα σκούρα μακρυμάνικα ρούχα, ανταλλάσοντας τοπικά 
κουτσομπολιά με τα χέρια δεμένα στις πληθωρικές κοι-
λιές τους. Στρίβοντας στην πλατεία για το σπίτι του, άκου-
σε την ψαλμωδία από την Κυριακάτικη λειτουργία στην 
εκκλησία. Οι τακτικοί ασπρομάλληδες θαμώνες των κα-
φενέδων τον κοίταξαν με περιέργεια. Αλλάζοντας απαλά 
ταχύτητα, σήκωσε το δεξί του χέρι και τους χαιρέτησε. 
Εξω από το σπίτι τους, στη βεράντα, η μάνα του πότιζε 
τις τριανταφυλλιές. Μόλις τον είδε χαμογέλασε, άφησε το 
ποτιστήρι κάτω και έτρεξε να του ανοίξει τη χαμηλή καγκε-
λόπορτα της αυλής. «Το ήξερα ότι θα ερχόσουν» του είπε 
αγκαλιάζοντας τον σφικτά. «Το ένιωθα εδώ» και έδειξε 
την καρδιά της. «Ετοιμάζω ψητό κουνελάκι που σου αρέ-
σει!» πρόσθεσε αυτάρεσκα, περήφανη για τις μαγειρικές 
της ικανότητες. Ο Κωστής κατάλαβε ότι άρχισε έμμεσα η 
επίθεση. «Μαγειρεύει καμιά σαν τη μάνα σου;» θα τον 
ρωτούσε οπωσδήποτε μετά το φαγητό. Μπήκε μέσα και 
έκατσε αμίλητος στον παλιό καναπέ. 
Η μάνα στάθηκε στην πόρτα και τον κοίταξε ερωτηματι-
κά. «Εδώ και τέσσερις μήνες είμαι άνεργος…» είπε ξαφ-
νικά ο γιός της κοιτάζοντας το πάτωμα. Αλλα περίμενε 
η Ελένη: «Τι; Μα πως έγινε; Παραιτήθηκες;» «Οχι βρε 
μάνα!» γέλασε άθελα του ο Κωστής. «Δεν βλέπεις τι γίνε-
ται; Με απέλυσαν». « Σε απέλυσαν! Εσένα! Εσύ ήσουν ο 
καλύτερος εκεί μέσα!» ξέσπασε η μάνα του. Δεν είχε πάει 
ποτέ στην εταιρεία που εργαζόταν ο γιός της, αλλά ήξερε 
με βεβαιότητα, ότι χωρίς την παρουσία του εκεί, δεν μπο-
ρούσε να γίνει τίποτα. Ο γιός της ήταν ο καλύτερος! «Και 
τώρα τι θα κάνεις;» τον ρώτησε. «Τι να κάνω! Ψάχνω για 
δουλειά. Προς το παρόν αντικαθιστώ κάποιον σε μια υπε-
ραγορά». «Σε υπεραγορά!!!» έφριξε η μάνα. «Γι΄ αυτό σε 
σπούδασα; Για να γίνεις υπάλληλος σε υπεραγορά;»
Ο Κωστής δεν τόλμησε να της πει ότι δεν ήταν υπάλλη-
λος, αλλά εργάτης, αχθοφόρος. Δεν ήθελε να την πικράνει 
για τα ασήμαντα. Είχαν μπροστά τους ακόμα πιο δύσκο-
λη συζήτηση. «Μην ανησυχείς μάνα! Θα βρεθεί κάτι. Τα 
πτυχία τι τα έχουμε!» προσπάθησε να το ρίξει στο αστείο. 
Εψαχνε να βρει τρόπο να αρχίσει την κουβέντα για την 
οποία είχε έρθει. Η κυρία Ελένη όμως τον απάλλαξε από 
τον κόπο. «Μου θέλεις και παντρειές!» του είπε θυμωμέ-
να. «Α! Αυτό είναι άλλο θέμα!» άρπαξε την πάσα με ανα-
κούφιση ο Κωστής. «Η απόφαση πάρθηκε. Την κοπέλα θα 
την πάρω»… «Με παπά και με κουμπάρο!» ειρωνεύτηκε 
η μάνα του. «Τι είναι αυτά που λες γιέ μου; Ούτε που την 
ξέρεις καν. Ποιά είναι, από ποιά οικογένεια, ανύπαντρη 
και – άνεργη φαντάζομαι – με ένα μπαστάρδικο, ε, βέβαια 
ψάχνει κάποιον να του το φορτώσει! Είναι ανάγκη αυτός 
ο κάποιος να είσαι εσύ; Αλλά, πάντα έτσι ήσουν! Οτι σου 
πουν πιστεύεις. Σου κλάφτηκε καλά-καλά και εσύ την λυ-
πήθηκες!» «Δεν μου κλάφτηκε καθόλου!» θύμωσε ο Κω-
στής και σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ. «Και δεν 
την λυπήθηκα!» Πήγε κοντά στη μάνα του και της έπιασε 
το χέρι. «Την αγαπώ». Την κοίταξε στα μάτια. Συνειδητο-
ποίησε ξαφνικά πόσο πολύ αγαπούσε την Αγγελική. «Την 
αγαπώ. Ετσι απλά». Αφησε το χέρι της και κοίταξε έξω, μα-
κριά στο απέναντι άδειο οικόπεδο που ήταν γεμάτο κίτρι-
να ξερά χόρτα. «Αλλά εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις…» 
της είπε αργά. Η μάνα του κούνησε το κεφάλι. «Μπορώ 
να καταλάβω. Βέβαια μπορώ» απάντησε με σιγανή φωνή 
που είχε μιά νότα νοσταλγίας. «Και εγώ, τι νομίζεις. Τον 
πατέρα σου τον αγάπησα από την πρώτη φορά που τον 
είδα, έτσι ψηλό με τα μάτια του τα μπλε…» «Αφού κα-
ταλαβαίνεις, γιατί δεν δέχεσαι να πάρω τη γυναίκα που 
θέλω;» την επανέφερε στην πραγματικότητα ο γιός της. 
«Αλλο αυτό! Ο πατέρας σου ήταν ο λεβέντης του χω-
ριού, με την περιουσία του, την οικογένεια, την δουλειά 
του, όλα εντάξει! Αυτήν ούτε που την ξέρουμε και θέλει να 
σου φορτώσει κι ένα ξένο παιδί!» η Ελένη θύμωσε πάλι. 
Τη στιγμή που ο Κωστής ετοιμάστηκε για την αντεπίθεση, 
έτριξε η καγκελόπορτα. Στην αυλή μπήκε μια ψηλή γυναί-
κα γύρω στα πενήντα και φώναξε χαρούμενα: «Χαλλόου, 
Χαλλόου! Ελένη!» Ηταν η Κούλλα. Η Ελένη στράφηκε, 
έτρεξε στη βεράντα και αγκάλιασε την εξαδέλφη της που 
ζούσε χρόνια στην Αγγλία. Οι δυό γυναίκες φιλήθηκαν και 
μπήκαν αγκαλιασμένες στο σπίτι. «Μου το είπε ο Μιχά-
λης ότι ήρθες, το έμαθε από τον Χαράλαμπο ψες στο κα-
φενείο» είπε η Ελένη. «Να σε δω! Καθόλου δεν άλλαξες! 
Είναι και ο Κωστής μου εδώ». Η Κούλλα τον αγκάλιασε. 
«Βρε Κωστή! Είσαι καλά;» Οι δυο γυναίκες κάθισαν στον 
καναπέ και κοιτάχτηκαν γελαστά.
Στα νιάτα τους, πριν από χρόνια ήταν πολύ αγαπημένες, 
ξαδέρφες και φίλες ταυτόχρονα. Η Ελένη στα 17 της πα-
ντρεύτηκε τον Μιχάλη, ενώ η Κούλλα έφυγε για την Αγγλία, 
κοντά σε ένα θείο τους που είχε ψαροταβέρνα έξω από το 
Λονδίνο. «Φισιάδικο». Ετσι το έλεγαν στο σπίτι, που μι-
λούσαν υποτίθεται ελληνικά, η Κούλλα και ο άντρας της ο 
Νεόφυτος. Η μοναχοκόρη τους η Αγνή γελούσε μαζί τους, 
και έκανε τάχα πως τους συμβουλεύει: «Είτε θα μιλάτε ελ-
ληνικά, είτε αγγλικά. Αυτός ο συνδυασμός που κάνετε δεν 
έχει νόημα. Αυτοί απορούσαν: «Αφού όλοι οι δικοί μας 
έτσι μιλούν!» Βέβαια η κόρη τους έπαιζε την έξυπνη. Και 
πως αλλιώς αφού είχε όχι ένα, αλλά δυό πτυχία από το 
πανεπιστήμιο. Η Αγνή είχε σπουδάσει για να γίνει δασκά-
λα και με το δεύτερο πτυχίο μπορούσε να ασχοληθεί με 
άτομα που έχουν ειδικές ανάγκες. Προτίμησε ωστόσο να 
εργαστεί στο σχολείο της κοινότητας, γιατί της άρεσε που 
τα περισσότερα μαθήματα γίνονταν στα Ελληνικά. Για την 
ευρύτερη οικογένεια, η κόρη της Κούλλας ήταν ένας περί-
εργος άνθρωπος που ασχολείτο λέει με τη διάσωση του 
φυσικού περιβάλλοντος, αντί να ψάχνει για γαμπρό. 
Ο Κωστής θυμήθηκε την εξαδέλφη του και ρώτησε: «Τι 
κάνει η Αγνή;» «Καλά…» αναστέναξε η Κούλλα. «Ακό-
μα σώζει το περιβάλλον;» την πείραξε ο Κωστής. «Με τι 
ασχολείται τώρα, με τους πιγκουίνους;» Η Κούλλα και η 
Ελένη γέλασαν αυθόρμητα. «Κάτι τέτοιο. Της έχει μπει η 
ιδέα να πάει στο Νότιο Πόλο». «Κύριε ελέησον!» Σταυρο-
κοπήθηκε η Ελένη. «Καλά δεν γίνεται να πάει κάπου πιό 
κοντά; Είναι ανάγκη να ξεπαγιάσει στην άλλη άκρη του 
κόσμου, για να σώσει το περιβάλλον;» «Αυτά ακριβώς 
της λέω και εγώ Ελένη μου! Αλλά την ξέρεις. Αμα της μπει 
μια ιδέα… Οργανώνει τώρα η Green Peace αποστολή στον 
Νότιο Πόλο και θέλει οπωσδήποτε να πάει! Ο καημένος 
ο Νεόφυτος τραβάει τα μαλλιά του. Και να πεις ότι του 
έμειναν πολλά…. Μόλις πριν ένα μήνα έτρεχε να τη βγάλει 
από τη φυλακή, όταν την συνέλαβαν σε μια διαδήλωση. 
Ασε, άσε τι τραβάμε! Αλλά, τι να πω; Μια κόρη την έχου-
με. Δεν μπορούμε συνέχεια να τσακωνόμαστε μαζί της.» 
«Μπράβο θεία Κούλλα! Αυτό ξαναπές το» Ο Κωστής σκε-
φτόταν τα δικά του. «Η εξαδέλφη σου η Ελένη απ΄ εδώ, 
άλλη δουλειά δεν κάνει!» «Εσύ να μη μιλάς! Δεν είναι το 
ίδιο!» θυμήθηκε η Ελένη τη συζήτηση τους και φούντωσε 
πάλι. «Μα τι συμβαίνει;» βιάστηκε να μάθει η Κούλλα. «Ο 
λεβέντης μας!» ειρωνεύτηκε η Ελένη. «Του φορτώθηκε 
μια… τελοσπάντων μην πω τι και θέλει να την παντρευτεί!»
Ο Κωστής πετάχτηκε πάνω. «Μην ξαναμιλήσεις έτσι για 
την Αγγελική, γιατί θα φύγω και δεν θα με ξαναδείς!» Κού-
νησε νευριασμένος το δάκτυλο απειλητικά προς τη μάνα 
του. «Καλά βρε Ελένη! Πόσο χρονών είναι ο γιός σου; 
Αστον να αποφασίσει μόνος του. Είναι μεγάλος πια!» Η 
Κούλλα απρόσμενα πήρε το μέρος του Κωστή. «Μεγάλος 
είναι, μυαλό δεν έχει!» αποφάνθηκε η στοργική μάνα. 
«Δεν την είδες εσύ, γι΄ αυτό μιλάς έτσι. Εχει και παιδί, σί-
γουρα μπαστάρδικο» συνέχισε. 
Στην κουζίνα ακούστηκε θόρυβος. Είχε έρθει ο Μιχάλης 
και όπως πάντα μπήκε από την πίσω πόρτα της αυλής. 
«Ποιός ήρθε;» ρώτησε ερχόμενος προς το καθιστικό, κάνο-
ντας ότι δεν είδε τη θέση μάχης που είχαν πάρει μάνα και 
γιός. «Κούλλα, καλωσόρισες!» Αγκαλιάστηκαν με πραγ-
ματική χαρά. Συμπαθούσαν ειλικρινά ο ένας τον άλλο. 
Ιδιαίτερα η Κούλλα έλεγε στην Ελένη, τάχα στα αστεία: 
«Είσαι τυχερή που πήρες τον Μιχάλη! Ποιός άλλος θα σε 
άντεχε;» «Πες μας τα νέα σου» ζήτησε να μάθει ο νεοφερ-
μένος. «Τι να σας πω; Τα ίδια περνάμε όπως εσείς εδώ. 
Συνέχεια τρέμει ο…. ξέρετε, μην μείνουμε άνεργοι. Στην 
ταβέρνα, μόνο τα Σαββατοκύριακα δουλεύουμε όπως πα-
λιά. Τις καθημερινές, σχεδόν τίποτα. Πού άλλοι καιροί! Τα 
μεσημέρια ερχόταν τόσος κόσμος! Δεν προλαβαίναμε να 
σερβίρουμε. Τώρα, άντε να έρθουν δυο- τρείς. Διώξαμε 
τα γκαρσόνια, μόνοι μας τη βγάζουμε τη δουλειά. Και πάλι 
λέμε δόξα σοι ο θεός! Τι να πουν οι άνεργοι; Εχουμε και 
το δάνειο… Ολοι λέμε θα δείξει. Τι θα δείξει κανένας δεν 
ξέρει. Κάποιες φορές βγαίνουν στις διαδηλώσεις. Πότε οι 
εργάτες, πότε οι φοιτητές... τι καταλαβαίνουν; Τίποτα δεν 
γίνεται.» «Ναι, θεία Κούλλα. Μπορεί προς το παρόν να μη
γίνεται τίποτα. Αλλά τι να κάμει ο κόσμος; Να κάτσει να 
περιμένει τον σωτήρα;» Ο Κωστής χάρηκε που η κουβέντα 
άλλαξε. Δεν του άρεσε να τσακώνεται με την μάνα του. 
Εξάλλου την απόφαση την είχε πάρει. Τι ωφελούσαν οι 
τσακωμοί; «Βλέπεις – συνέχισε η Κούλα – διαδηλώσεις γί-
νονται σε όλο τον κόσμο και αποτέλεσμα μηδέν. Εχουν το 
θράσος και παίρνουν τα λεφτά του κόσμου για να σώσουν 
τις τράπεζες». «Τους εαυτούς τους δηλαδή» – γέλασε πι-
κρά ο Κωστής. – «Γιατί ποιοι είναι οι μεγάλοι μέτοχοι; Ολα 
αυτά τα ξέρουμε. Το τι θα κάνουμε είναι το ερώτημα.» «Η 
κόρη μου λέει ότι οι διαδηλώσεις είναι ανώφελες». «Και 
τότε γιατί πάει;» απόρησε η Ελένη. «Πάει γιατί δεν μπο-
ρεί να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Οταν όμως μαζεύε-
ται στο σπίτι η παρέα, τους ακούω που συζητούν. Η Αγνή 
λέει ότι οι διαδηλώσεις είναι ακριβώς αυτό που λένε. Μια 
δήλωση, δηλαδή να πεις την άποψή σου. Ακόμα και όταν 
υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα, είναι πολύ μικρό. Ασε που το 
εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι.» «Και τι; Δεν θα γίνει τίπο-
τα;» πήρε τον λόγο ο Μιχάλης, που όπως όλοι οι φίλοι του 
στον καφενέ βρισκόταν σε πρωτοφανή σύγχυση. Ακόμα 
και αυτοί που είχαν καταθέσει τα χρήματα από το εφάπαξ 
που πήραν για σύνταξη, φοβόντουσαν ότι θα τα χάσουν 
μέσα στην Μαύρη Τρύπα των τραπεζών. Οι συνταξιούχοι 
άκουαν ότι τα ταμεία ήταν άδεια. Τα λεφτά που έβαζαν 
στα ταμεία προνοίας είχαν κάμει φτερά. Ποιοι τα πήραν; 
Το ερώτημα έβαζε φωτιά στους καφενέδες. Αυτοί που τα 
πήραν έβγαιναν ακόμα στις ειδήσεις στην τηλεόραση και 
κρυμμένοι πίσω από κοστούμια επώνυμων οίκων, αναμα-
σούσαν ομιλίες γραμμένες πριν χρόνια. Δεν είχαν να πουν 
τίποτα καινούργιο. «Η Αγνή λεει» – είπε σιγανά η Κούλα 
– «ότι η μόνη λύση είναι να τους ακυρώνουμε. Να γίνου-
με ανεξάρτητοι. Να μην τους έχουμε ανάγκη. Κάπως όπως 
τον παλιό καιρό. Να παράγουμε οι ίδιοι μας προϊόντα και 
να τα ανταλλάσουμε». «Μα, να πάμε πίσω;» Στον Μιχάλη 
δεν άρεσε καθόλου η ιδέα. «Εμείς μάθαμε διαφορετικά. 
Οι πρωτινοί δεν είχαν τις ανέσεις που έχουμε σήμερα. Δεν 
μπορώ να ζω με την λάμπα του πετρελαίου!» «Δεν είναι 
αυτό που εννοεί, βρε πατέρα», αντέδρασε ο Κωστής. «Τέ-
τοια μας έλεγε και ο γιός του γέρου του Πετρή, χθες στον 
καφενέ» γέλασε ο πατέρας του. «Τον έστειλε ο γέρος στην 
Αμερική, έδωσε τόσα λεφτά να τον σπουδάσει και ο γιός 
ήρθε πίσω σε ένα χρόνο. Δεν του άρεσε! Μας έλεγε ότι 
δεν είναι τάχα τυχαία η οικονομική κρίση και ότι επίτηδες 
την άφησαν οι πολιτικοί να γίνει παγκόσμια γιατί έτσι τους 
συμφέρει. Να μας έχουν νηστικούς για να κάνουν αυτοί 
ότι θέλουν. Ο καημένος ο Πετρής χτυπά το κεφάλι του 
στον τοίχο. Αλλά τι να κάμει; Εδωσε το εφάπαξ του και 
τον έστειλε στην Πρωτεύουσα, να τελειώσει τουλάχιστον 
εδώ το Πανεπιστήμιο». 
Η Ελένη βαρέθηκε να ακούει τις κουβέντες τους και 
πρότεινε στην Κούλα: «Θα μείνεις για φαγητό. Εχω κοτό-
πουλο βραστό με μακαρόνια και ψητό». «Να ’ξερες πόσο 
τα πεθυμώ τα φαγητά σου Ελένη μου!» Δέχτηκε την πρό-
σκληση η εξαδέρφη. Ο Κωστής σηκώθηκε. «Εγώ δεν θα 
μείνω. Εχω δουλειές» είπε στην μάνα του που επέμενε να 
τον κρατήσει για μεσημεριανό. «Βλέπεις; Στο βρακί της 
τον έχει βάλει!» είπε η Ελένη νευριασμένη στο αυτί της 
Κούλας. Ο Μιχάλης πήγε στην κουζίνα και γύρισε με ένα 
σακούλι γεμάτο τρόφιμα. Συνόδευσε τον γιό του μέχρι το 
αυτοκίνητο. «Σου έβαλα και φρέσκα αυγά. Για το παιδί» 
μόλις που πρόλαβε να του ψιθυρίσει, πριν τους πλησιά-
σουν οι δυο εξαδέλφες. «Γεια σου Κωστή. Να ξανάρθεις 
να σε δώ πριν να φύγω» του είπε η Κούλα. «Στο καλό! Να 
προσέχεις. Και να σκεφτείς αυτά που σου είπα». Η μάνα 
του μπορούσε να τον συμβουλεύει για ώρες. Ο Κωστής 
χαιρέτησε με ένα γεια και ξεκίνησε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στο μικρό διαμέρισμα η Αγγελική είχε ετοιμάσει επίσης 
μακαρόνια. Χωρίς κοτόπουλο όμως. Ο Κωστής δεν μετά-
νιωσε που δεν έμεινε στο χωριό για μεσημεριανό. Κάθε 
ώρα, κάθε στιγμή που περνούσε μακριά της ήταν γι΄ αυτόν 
χωρίς σημασία. «Το απόγευμα, πάμε βόλτα στο πάρκο;» 
ρώτησε μάλλον ρητορικά αφού ήξερε την απάντηση. Του-
λάχιστον από τους δυο, που τον κοίταξαν με χαρούμενα, 
λαμπερά μάτια: Ο Κίκο και ο Πόπι άλλο που δεν ήθελαν. 
Μετά το φαγητό, πήγαν οι τέσσερις τους στο μικρό πάρ-
κο. Στο αγαπημένο πια μπλε παγκάκι, καθόταν σκυφτός 
ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος. Κρατούσε ένα μεγάλο 
ασημένιο κομπολόι και το έπαιζε με το δεξί του χέρι. Ο 
Κωστής και η Αγγελική απογοητεύτηκαν. Ο Πόπι τους είδε 
που κοντοστάθηκαν και αποφάσισε να πάρει δραστικά 
μέτρα. Πήγε κοντά στον ασπρομάλλη και γάβγισε δυνατά, 
προσπαθώντας να δείχνει απειλητικός. Ο άνθρωπος όμως 
δεν κατάλαβε. Αντίθετα χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι 
να τον χαϊδέψει. Εκείνη τη στιγμή, ένα αυτοκίνητο κύλισε 
αργά στον δρόμο, σταμάτησε και μια γυναίκα έβγαλε το 
κεφάλι της από το παράθυρο. «Πάμε πατέρα. Δεν άργη-
σα, ε;» του είπε φωναχτά. Εκείνος σηκώθηκε, μπήκε στο 
αυτοκίνητο και κάτι της απάντησε, την ώρα που έφευγαν. 
Ο Κωστής πήγε με γρήγορα βήματα και κάθισε στο πα-
γκάκι. Πίσω του, αργά ακολούθησε η Αγγελική. «Τον εί-
δες;» της είπε εννοώντας τον Πόπι. «Νομίζει ότι έχουμε τα 
αποκλειστικά δικαιώματα!» απάντησε γελώντας η Αγγελι-
κή. Παρόλο που ο καιρός ήταν συννεφιασμένος στα μάτια 
της είδε την αγαπημένη του καστανόχρυση λάμψη. «Γιατί 
δεν θέλεις να παντρευτούμε;» τη ρώτησε για πολλοστή 
φορά. «Δεν είναι ότι δεν θέλω…» του εξήγησε υπομονετι-
κά εκείνη. «Απλά είπα να μη βιαστούμε. Για μένα ο γάμος 
δεν έχει τόση σημασία. Ούτε οι τελετές με άσπρα νυφικά 
και κεράσματα. Αν είμαστε καλά μαζί, βλέπουμε. Μπορεί 
και να σε αποκαταστήσω!» τον πείραξε και γέλασε κοι-
τάζοντας το απορημένο βλέμμα του. Εκείνος κούνησε το 
κεφάλι: «Να σε ακούσει η μάνα μου, θα πάθει καρδιακό 
επεισόδιο. Ανατρέπεις εντελώς την εικόνα που έχει για σένα». 
«Ε, τότε μην της το πεις. Ας την να νομίζει ότι σε κυνη-
γώ για να σε τυλίξω». Οι δυο νέοι γέλασαν δυνατά και το 
γέλιο τους επανέλαβε ξέγνοιαστα ο Κίκο, που έπαιζε κυλι-
σμένος στα χώματα αγκαλιά με τον Πόπι. 
Την άλλη μέρα ο Κωστής ξύπνησε χαράματα. Δεν ήθελε 
να αργήσει πάλι στη δουλειά και να ακούσει τον γνωστό 
εξάψαλμο του Ζαχαρένιου. Το αιρκοντίσιον του αυτοκινή-
του είχε χαλάσει, αλλά το πρωί η ζέστη ήταν ακόμα υπο-
φερτή. Στο ραδιόφωνο – που ευτυχώς ακόμα λειτουργού-
σε – είχαν βάλει ένα καινούργιο τραγούδι: «Ποια θυσία, 
ποια θυσία έχει κάνει για σένα ποτέ η εξουσία» που ήταν 
μια επίκαιρη παραλλαγή, γνωστού λαϊκού άσματος. Εν-
θουσιάστηκε με τους στίχους και βγάζοντας το χέρι από 
το παράθυρο τραγούδησε δυνατά κοιτάζοντας τον οδηγό 
που τον προσπερνούσε: «Με ποιο δικαίωμα τα πήρες όλα 
από μένα;» Ο άλλος τον κοίταξε σίγουρος ότι έχει να κάμει 
με τρελό και χαμογέλασε ειρωνικά. 
Ενθουσιασμένος και χαρούμενος ο Κωστής καλημέρισε 
τον Ματθαίο φτάνοντας στην υπεραγορά. Ο νέος όμως 
άκουγε άλλο σταθμό στο ραδιόφωνο. Μόλις τον είδε, το 
έκλεισε και για καλημέρα του είπε: «Το πρώην αφεντικό 
σου, ο μεγάλος και τρανός, έγινε καταζητούμενος!» «Τι 
έγινε;» Δεν κατάλαβε αμέσως ο Κωστής. 
«Τον έπαιρναν στο Δικαστήριο και το έσκασε. Υποψιά-
ζονται ότι έφυγε στο εξωτερικό. Απ΄ ότι λένε είχε κάμει 
πολλές κομπίνες!» Ο Ματθαίος φαινόταν πλήρως ενημε-
ρωμένος. Ο Κωστής γέλασε δυνατά. «Τα ξέρεις όλα βλέ-
πω». «Αφού το είπαν στις ειδήσεις. Χρωστούσε χιλιάδες 
στο Φ.Π.Α, χρωστούσε μισθούς στους υπαλλήλους του, 
δεν πλήρωνε κοινωνικές ασφαλίσεις… ωραίος ο τύπος!» 
«Ναι… Τώρα πάει στο εξωτερικό, να φάει όσα έβγαλε 
έξω… την κρίση μόνοι μας θα την πληρώσουμε» κατσού-
φιασε ο Κωστής και του έφυγε ο πρωινός ενθουσιασμός. 
Ηρθε με το ταξί μια καρέκλα που παράγγειλε ο Διευθυ-
ντής και πρέπει να την πάρεις πάνω στον δεύτερο» τον 
επανέφερε στο πνεύμα της δουλειάς ο Ματθαίος και του 
έδειξε ένα περίεργο δέμα τυλιγμένο σε χοντρό πλαστικό. 
Βαριεστημένα σήκωσε στα χέρια του το βαρύ φορτίο και 
το ανέβασε με τα πόδια από τη σκάλα στον δεύτερο όρο-
φο, αφού όπως συνήθως ο ανελκυστήρας ήταν γεμάτος. 
Εξω από το γραφείο του διευθυντή κατέβασε το δέμα και 
πήρε βαθιά ανάσα να ξελαχανιάσει. Από το μέσα ακούγο-
νταν δυνατές φωνές. «Εγώ φταίω, που τόσα χρόνια σου 
δουλεύω σαν το πιστό σκυλί και κανένας δεν με χωνεύει!» 
Η φωνή ήταν του Γιαννάκη του Ζαχαρένιου. «Τι να σου 
κάμω βρε Γιαννάκη! Η κρίση βλέπεις!» δικαιολογήθηκε 
ο διευθυντής πίσω από την κλειστή πόρτα. «Ναι! Τώρα 
όλα τα φορτώνετε στην κρίση!» Ο Ζαχαρένιος ακουγόταν 
πολύ θυμωμένος. Ηταν έξαλλος. «Πες μου τώρα εσύ τι να 
κάμω! Τι να κάμω; Ερχεσαι και με απολύεις ξαφνικά, χωρίς 
καν προειδοποίηση και με πετάς στο δρόμο! Ποιος θα τα-
ΐσει τα παιδιά μου; Ξέρεις ότι έχω δυο κόρες φοιτήτριες!» 
«Ε, καλά τώρα, μεταξύ μας Γιαννάκη, παραπήρες αέρα! Τι 
ανάγκη είναι να σπουδάσουν οι κόρες σου; Εσείς οι φτω-
χοί να μάθετε να απλώνετε το χέρι σας μόνο όσο φτάνει. 
Οι σπουδές, ειδικά σήμερα, είναι για όσους κρατούν λε-
φτά». Ο Διευθυντής φαίνεται δεν είχε καμία διάθεση να 
δείξει συμπάθεια στο δράμα του Ζαχαρένιου, ο όποιος 
έσπρωξε έξω φρενών την πόρτα και βγήκε φωνάζοντας: 
«Φεύγω για να μη σε σκοτώσω, ρε!» Ηταν κατακόκκινος. 
Εφυγε τρέχοντας χωρίς να προσέξει τον Κωστή, που έμει-
νε να τον κοιτάζει με ανάμικτα αισθήματα. 
Η καρέκλα ήταν σε δέρμα γυαλιστερό μαύρο, με εργο-
νομικό μηχανισμό αλλαγής στάσης. Ο Διευθυντής έδειξε 
πολύ ευχαριστημένος με την επιλογή που είχε κάμει και 
κάθισε στο νέο του απόκτημα χαμογελώντας. Ο Κωστής 
κατέβηκε τα σκαλιά δυο-δυο. «Δεν μπορείς να φανταστεί 
τι έγινε!» Ηθελε να πει πρώτος τα νέα στον Ματθαίο, αλλά 
ο φίλος του τον πρόλαβε: «Απέλυσαν τον Ζαχαρένιο!» Ο 
Ματθαίος γελούσε. Το νέο είχε κυκλοφορήσει σε δευτε-
ρόλεπτα στον μικρόκοσμο της υπεραγοράς. «Να σου πω 
την αλήθεια, τον λυπήθηκα» είπε ο Κωστής και του περι-
έγραψε τη σκηνή που είχε ακούσει πίσω από την κλειστή 
πόρτα. «Ώστε έχει δυο κόρες; Δεν το ήξερα…» Ο Ματθαί-
ος ξαφνικά έγινε σοβαρός. «Και τώρα;» 
«Τώρα, τώρα, θα το παλέψει, όπως όλοι μας». Ο Κωστής 
κάθισε σκεφτικός πάνω σε ένα άδειο ξύλινο κασόνι. 






Κεφάλαιο πέμπτο
Ο Ιούλης πέρασε γρήγορα παρά την ζέστη που έπνιγε 
την πόλη. «Είναι βέβαια και η αλλαγή του κλίματος, αλλά 
και εμείς κάνουμε ότι μπορούμε για να ζούμε όσο γίνε-
ται χειρότερα» έλεγε ο Κωστής στην Αγγελική, οδηγώντας 
γρήγορα. Ηταν η πρώτη μέρα του Αυγούστου και βγήκαν 
σχεδόν χαράματα για ψώνια, αφού την Τετάρτη τα πιο 
πολλά καταστήματα δεν άνοιγαν το απόγευμα. Τελευταία 
ο Κωστής απέφευγε όσο μπορούσε να κυκλοφορεί με το 
αυτοκίνητο γύρω στο μεσημέρι γιατί χωρίς αιρκοντίσιον 
είχε καταντήσει θάλαμος αερίων, όπως έλεγε ο ίδιος γελώντας.
Την προηγούμενη μέρα είχε πληρωθεί από την δουλειά 
στην υπεραγορά και έτρεχε να πάρει δώρο για την Ανα-
στασία, την μικρή βαφτιστικιά του, που θα γινόταν σε 
λίγες μέρες ακριβώς δυο χρονών. Μέχρι τώρα έπαιρνε 
συνήθως διάφορα άχρηστα πράγματα ή ρούχα σε λάθος 
μέγεθος, που πήγαινε η Ευαγγελία πίσω στα καταστήματα και τα άλλαζε. Σήμερα ήθελε να πάρει επιτέλους κάτι ωραίο, να αρέ-
σει στη μικρή αλλά να το εγκρίνει σαν χρήσιμο και η μάνα 
της. Σύμμαχος του ήταν η Αγγελική, γι΄ αυτό εξόρμησαν 
πρωί – πρωί στους δρόμους. Για τον Κωστή αυτό το μικρό 
κοριτσάκι ήταν η φυσική προέκταση των φίλων του: Χά-
ρηκε μαζί τους όταν έμαθε ότι θα το αποκτήσουν ύστερα 
από χρόνια άκαρπης προσπάθειας, ήξερε από πρώτο χέρι 
το ιστορικό της εγκυμοσύνης μέσα από τις διηγήσεις του 
Λάμπρου και βέβαια ήταν δίπλα του όταν περίμενε έξω 
από το μαιευτήριο να γεννηθεί η Αναστασία. Μετά δεν 
παρέλειψε να αστειευτεί, λέγοντας ότι ήταν τυχερή που 
έμοιαζε στη μάνα της. «Αντε! Τώρα η σειρά σου» αντιγύ-
ρισε τον αστεϊσμό τότε ο φίλος του. Ο Κωστής του είπε: «Α 
πα πα! Ούτε για αστείο! Δεν μπορώ τα παιδιά, το ξέρεις». 
Στο κατάστημα με τα παιδικά ο Κωστής διάλεξε ένα τερά-
στιο μπεζ χνουδωτό αρκούδο, αλλά η Αγγελική επέμενε 
πως ήταν καλύτερα να πάρουν ένα ωραίο φορεματάκι. 
Τελικά πήραν και τα δυο, μαζί με ένα ροζ φιόγκο για τα 
μαλλιά και ασορτί καλτσάκια, που όπως επέμενε η πωλή-
τρια ήταν απαραίτητα για την ολοκλήρωση της εξωτερικής 
εμφάνισης μιας δίχρονης δεσποινίδας. 
Ο Κίκο που είχε μείνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον Πόπι 
κοιμόταν στο πίσω κάθισμα, του καλού καιρού. Η Αγγελι-
κή στην αρχή ήθελε να τον ξυπνήσει για να κατέβει μαζί 
τους αλλά τελικά τον άφησε, αφού θα είχε για φύλακα τον 
Πόπι. Αλλωστε είχαν σταθμεύσει σχεδόν έξω από το κατά-
στημα, εντελώς παράνομα, όπως πολλοί άλλοι, και μπο-
ρούσε μέσα από το τζάμι της βιτρίνας να τον βλέπει. 
Πήγαν κατευθείαν για επίσκεψη στον Λάμπρο και την 
Ευαγγελία. Ούτε τηλεφώνημα, ούτε προειδοποίηση: Οι 
φίλοι τους θα ήταν σίγουρα σπίτι. Πού να πάνε δυο άνερ-
γοι νέοι με μικρό παιδί; Με την οικονομική κρίση, ακόμα 
και οι απλές μετακινήσεις ήταν πια πολυτέλεια. Οι οικοδε-
σπότες επιφύλαξαν στους επισκέπτες θερμή υποδοχή. Πιο 
ενθουσιασμένος απ΄ όλους ήταν ο Πόπι: Εδώ τα παιχνίδια 
είχαν περισσότερη ποικιλία. Η μικρή Αναστασία καθόταν 
στην πλάτη του και την περιέφερε αργά γύρω από το τρα-
πεζάκι, ενώ η μάνα της ακολουθούσε έτοιμη να παρέμβει. 
Η μικρή γελούσε ευτυχισμένη. Ο Κίκο, που ζήλευε λιγά-
κι, περίμενε τη σειρά του. Σαν πιο μεγάλος έπαιζε σοβα-
ρά παιχνίδια. Ξάπλωνε στο πάτωμα δίπλα στο σκύλο και 
έκαναν τάχα ότι πάλευαν. Η Αγγελική δεν ένιωθε άνετα 
με τόση φασαρία, αλλά η Ευαγγελία τους ενθάρρυνε. Η 
μικρούλα της ήθελε τόσο πολύ να έχει παρέα! «Αν γίνει 
και καμιά ζημιά δεν πειράζει» - έλεγε στην Αγγελική. «Δεν 
είναι κανένα παλάτι εδώ! Ας τους να παίξουν». 
Ο Λάμπρος με τον Κωστή μιλούσαν χαμηλόφωνα και 
συνωμοτικά. «Πήγαινε δες που φυλάνε τα σίδερα και έλα 
αύριο το απόγευμα στο διαμέρισμα μου. Θα τον πάρω 
τηλέφωνο να έρθει». έλεγε ο Κωστής σκύβοντας, δήθεν 
ψάχνοντας στο πάτωμα τον αναπτήρα που έπεσε από την 
τσέπη του. «Ποιος θα έρθει;» ρώτησε η Ευαγγελία που 
της κίνησε την περιέργεια η στάση τους. Οι δυο φίλοι τα 
έχασαν και δεν πρόλαβαν να βρουν καμία δικαιολογία. 
«Τίποτα βρε αγάπη! Κάτι δικά μας» απάντησε ο Λάμπρος, 
χωρίς να την πιέσει. Στο μεταξύ τα δώρα έτυχαν 
εξαιρετικής αποδοχής, ιδιαίτερα ο μεγάλος αρκούδος 
που ενθουσίασε την Αναστασία. 
«Μαμά θέλω κι εγώ αρκούδο» είπε στο αυτί της Αγγελι-
κής ο Κίκο. «Μα εσένα δεν σου αρέσουν αυτά!» γέλασε 
η μάνα του, που κατάλαβε ότι ο γιός της ζήλευε. «Αυτός 
δεν είναι οποιοσδήποτε αρκούδος! Αυτόν τον διάλεξα 
εγώ που είμαι ειδικός». Κορδώθηκε ο Κωστής: «Αύριο θα 
πάμε μαζί να διαλέξουμε ένα για σένα» υποσχέθηκε στον 
Κίκο. Η Ευαγγελία γέλασε. «Δεν θα αλλάξεις ποτέ σου» 
είπε στον φίλο τους. «Μόλις πάρεις λεφτά, σε τρώει το 
χέρι σου. Αν δεν τα ξοδέψεις όλα, δεν ησυχάζεις». «Και 
τι; Κακό είναι; Μακάρι να είχα πιο πολλά». Αρχισε ο Κω-
στής αλλά τον διέκοψε το ξαφνικό κλάμα του Κίκο. Είχε 
πέσει κάτω και κτύπησε το κεφάλι του στο ξύλινο χέρι του 
καναπέ. Οι δυο κοπέλες τον πήραν στο μπάνιο για να τον 
περιποιηθούν, παρόλο που το κτύπημα δεν ήταν σοβαρό. 
Μάλλον ο Κίκο ήθελε κανάκεμα και αποκλειστική προσοχή. 
Στο μικρό σαλονάκι οι «συνωμότες» βρήκαν την ευκαιρία 
να μιλήσουν για το σχέδιο τους. «Τόσο καιρό σου λέω για 
τα σίδερα και εσύ δεν ήθελες να το κάνεις!» Στη φωνή του 
Κωστή δεν υπήρχε επίπληξη. Ηταν απλά μια διαπίστωση. 
Τον ήξερε καλά τον φίλο του. Προτιμούσε να πεθάνει από 
την πείνα, παρά να κάμει κάτι που θεωρούσε ανέντιμο. 
Τώρα όμως δεν επρόκειτο για τον ίδιο. Είχε άλλα δυο άτο-
μα στο σπίτι, που κινδύνευαν να πεινάσουν μαζί του. Με 
το ταξί δεν γινόταν τίποτα, ο κόσμος προτιμούσε το λεω-
φορείο και οι ίδιοι οι ταξιτζήδες βλέποντας πως μειώθηκε 
η δουλειά τους είχαν γίνει πιο επιθετικοί με τους παράνο-
μους. «Μην πεις ακόμα τίποτα στην Ευαγγελία» του είπε 
ο Λάμπρος. «Ασε να γίνει πρώτα και βλέπουμε. Δεν θέλω 
να την τρομάξω. Προσπαθώ να μην καταλάβει πόσο άσχη-
μη είναι η κατάσταση. Ντρέπομαι κιόλας… Αυτά περίμενε 
όταν με παντρεύτηκε;» «Σε παντρεύτηκε γιατί σε αγαπά! 
Οχι για να κάμει τη μεγάλη ζωή μαζί σου. Ασε που εκείνη 
πάντα κέρδιζε πιο πολλά λεφτά, και δεν σε είχε ανάγκη» 
του θύμωσε ο Κωστής. «Εμ, γι αυτό ντρέπομαι…» «Ασε 
τις βλακείες. Η Ευαγγελία δεν τα μετρά έτσι τα πράγμα-
τα. Σε αγαπά και σε καταλαβαίνει, λίγο είναι; Ρώτα με και 
εμένα που τα στερήθηκα τόσα χρόνια αυτά!» Ο Κωστής 
τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Τώρα όμως;» αστειεύτηκε ο 
φίλος του. «Φίλε μου, το πήρα απόφαση. Θα πάω μαζί της 
στην πρωτεύουσα. Ετσι κι αλλιώς δεν έχω τίποτα να χάσω. 
Αν την αφήσω να φύγει νομίζω ότι δεν θα το αντέξω. Από 
τότε που τη γνώρισα έχει αλλάξει η ζωή μου!» Ο Κωστής 
έσκυψε το κεφάλι γιατί ντράπηκε ξαφνικά. Ούτε κατάλαβε 
πως του ξέφυγε η εξομολόγηση. Τόσα χρόνια ήταν πάντα 
συγκρατημένος και τα αισθήματα του τα έδειχνε μόνο με 
πράξεις. Δεν του άρεσαν τα γλυκανάλατα λόγια – όπως τα έλεγε. 
Ευτυχώς γύρισε από το μπάνιο η ομάδα με τον κτυπημέ-
νο. «Ολα εντάξει;» ρώτησε ο Λάμπρος. «Θέλω να φύγου-
με» κλαψούρισε ο Κίκο που είχε βαρεθεί να παριστάνει 
τον τραυματία. Οι τέσσερις αποχώρησαν, ύστερα από ένα 
νεύμα συνεννόησης μεταξύ των δυο φίλων, αγκαλιές και 
φιλιά των δυο γυναικών, την ένοχη σιωπή του Κίκο και τα 
κλάματα της Αναστασίας, που ήθελε να μείνουν. 
Την επόμενη μέρα ο Κωστής τηλεφώνησε στον Νίκο. 
Μπορείς να έρθεις στο μικρό πάρκο που είναι κοντά στο 
σπίτι μου;» Μπορούσε, του είπε. Ο Κωστής δεν ήθελε να 
κινήσει υποψίες των γειτόνων. Οσο μιλούσε μόνος του με 
το Νίκο πίστευε ότι δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Αν όμως 
έβλεπαν και τον Λάμπρο, θα τους κινούσε την περιέργια. 
Κάτι που ο Κωστής δεν ήθελε με τίποτα, γιατί τελικά είχε 
αποφασίσει να προχωρήσει με ένα σχέδιο που τον βασά-
νιζε καιρό, αλλά δίσταζε να βάλει σε εφαρμογή. Σήμερα 
κιόλας σκόπευε να το κουβεντιάσει με τον φίλο του. 
Νωρίς το απόγευμα πήγε στο δικό του διαμέρισμα και 
περίμενε τον Λάμπρο, που δεν άργησε να έρθει. Οταν 
όμως άκουσε για το περίφημο σχέδιο του Κωστή, έβαλε 
τις φωνές. «Οχι ρε φίλε! Ούτε να το σκέφτεσαι!» Ο Κω-
στής προσπαθούσε να τον πείσει να δεχτεί όταν κτύπησε 
το τηλέφωνο. «Που είσαι;» Ηταν ο Νίκος. «Ηρθα στο πάρ-
κο αλλά δεν έχει κανένα». «Πάμε τουλάχιστον για παρέα» 
είπε στο Λάμπρο. Οι δυο τους πήγαν στο σημείο συνά-
ντησης, σχεδόν τρέχοντας. Ο Κωστής σύστησε στο Νίκο 
τον φίλο του και εκείνος γκρίνιαξε: «Γίναμε πολλοί και εί-
ναι επικίνδυνα…» Πήρε όμως τις πληροφορίες και έδωσε 
το συνηθισμένο ποσό. Οταν έφυγε ο Νίκος οι δυο φίλοι 
έμειναν στο πάρκο. Κάθισαν στο μπλε παγκάκι. «Σκέψου 
το». Ελεγε ο Κωστής. «Η κρίση δεν σταματάει εδώ. Εχου-
με ακόμα πολλή κατηφόρα… πώς θα τα βγάλεις πέρα;» 
«Εχεις δίκαιο. Τι κάνω νομίζεις όλη μέρα; Σκέφτομαι τι 
θα απογίνουμε. Και τη νύχτα το ίδιο. Αυτή η απραξία με 
σκοτώνει. Να θέλω να δουλέψω και να μη μπορώ… Δεν 
αντέχω άλλο να κάθομαι. Δεν θέλω! Το παιδί χρειάζεται 
τόσα πράγματα και εγώ τι προσφέρω; Τίποτα. Το επίδομα 
ανεργίας θα σταματήσει τον άλλο μήνα. Η Ευαγγελία θα 
πάρει την Αναστασία και θα πάνε στην μάνα της, στο χω-
ριό. Εγώ θα μείνω, μήπως βρεθεί καμιά δουλειά». «Καλά 
όλα αυτά, αλλά σκέψου και την πρόταση μου. Τι νομίζεις; 
Κι αυτή μια προσωρινή λύση είναι» επέμενε ο Κωστής. 







Κεφάλαιο έκτο
Ο Αύγουστος μπήκε με βροχές στα ορεινά. Στην πόλη 
πάλι, ο καύσωνας ήταν ανυπόφορος. Περίμεναν να νυ-
χτώσει για να πάνε βόλτα στο πάρκο. Παρά τα δυνατά 
φώτα του δρόμου γύρω-γύρω, η Αγγελική δεν άφηνε τον 
Κίκο να απομακρυνθεί. Ετσι κάθονταν οι τέσσερις μαζί 
και απολάμβαναν σιωπηλά την ελάχιστη δροσιά. Μετά 
τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου θα έφευγαν για την 
πρωτεύουσα. Η Αγγελική αγωνιούσε για τη δουλειά της, 
ύστερα από τόση απουσία και ο Κωστής ανυπομονούσε 
για μια καινούργια αρχή. 
Μια βδομάδα μετά τη συνάντηση με τον Νίκο στο πάρ-
κο, ο Λάμπρος τηλεφώνησε στον φίλο του. «Ελα σπίτι, 
αλλά μην ανέβεις πάνω. Δεν θέλω να σε δει η Ευαγγελία» 
του είπε με παράξενη, βραχνή φωνή. Ο Κωστής κατέβασε 
το ακουστικό και έμεινε συλλογισμένος. Του φάνηκε ότι ο 
Λάμπρος έκλαιγε. Αλλά πάλι… μπορεί να έκανε λάθος. Ο 
φίλος του δεν είχε ξανακλάψει. Οχι μπροστά του τουλάχι-
στον. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ανέπτυξε ταχύτητα. Στην 
στροφή, ένας μαύρος μεγαλόσωμος γάτος, πήγε να περά-
σει απέναντι, τον είδε που ερχόταν και άλλαξε γνώμη. 
Στην πολυκατοικία πίσω από την εκκλησία, ο Λάμπρος 
περίμενε στο πεζοδρόμιο. Ο Κωστής ανήσυχος, πετάχτηκε 
έξω από το αυτοκίνητο, κλείνοντας με μια δυνατή σπρω-
ξιά την πόρτα: «Τι συμβαίνει;» Ο Λάμπρος κοίταξε τον 
φίλο του με ένα παράξενο βλέμμα. Λυπημένος και ταυτό-
χρονα θυμωμένος, αξύριστος με μάτια κατακόκκινα, ξερο-
κατάπιε και έβηξε για να μπορέσει να μιλήσει: «Το μωρό… 
η Αναστασία.» «Ε, τι έπαθε το μωρό;»
«Δεν είναι καλά…» ξανακατάπιε δύσκολα ο Λάμπρος και 
κτύπησε τη γροθιά του στον ανθώνα της εισόδου. «Μίλα, 
χριστιανέ μου!» θυμήθηκε την έκφραση της μάνας του ο 
Κωστής γιατί νευρίασε με τον φίλο του. «Είναι άρρωστο 
το μωρό; Τι έχει; Να την πάρουμε στον γιατρό!» Εσπρωξε 
απαλά τον φίλο του για να ανεβούν πάνω στο διαμέρισμα. 
Ο Λάμπρος δεν κινήθηκε καθόλου. Τον κοίταξε με απλα-
νές βλέμμα. Ηταν συγχυσμένος. Τέλος είπε: «Την πήρα-
με.» «Και; Τι έχει;» «Δεν είναι άρρωστη. Δηλαδή όχι ακρι-
βώς…» «Ρε Λάμπρο θα μιλήσεις ή να ανέβω πάνω;» Ο 
άλλος σιωπηλός, έσκυψε κάτω. Ο Κωστής δεν πίστευε στα 
μάτια του: Ο γίγαντας έκλαιγε. Τελικά σκούπισε τα δάκρυα 
με το μανίκι του και κοίταξε κάπου μακριά για να αποφύ-
γει το βλέμμα του φίλου του: «Υποσιτισμό. Λιποθύμησε 
από την πείνα…» πρόλαβε να πει και άρχισε πάλι να κλαί-
ει. Δυνατά αυτή τη φορά, με ένα κλάμα που έμοιαζε σαν 
παρατεταμένος λόξιγκας, σαν κακάρισμα και γάβγισμα 
μαζί, ένα κλάμα απελπισίας. Ο Κωστής έμεινε να κοιτάζει 
άλαλος τον Λάμπρο. Η πείνα! Τους κτύπησε την πόρτα 
η πείνα! Και την πληρώνει πρώτα ποιος; Το αθώο αγγελούδι, η βαφτισιμιά του. Μια φωνή κάπου μέσα στο μυαλό του επαναλάμ-
βανε ρυθμικά. Πείνα, πείνα, πείνα! «Τις τελευταίες τρεις 
μέρες την ποτίζαμε μόνο γάλα.» Σταμάτησε να κλαιει ο 
Λάμπρος. «Μισό ποτήρι την ημέρα». «Γιατί δεν μου είπες 
τίποτα; Και το ταξί, το αυτοκίνητο σου;» «Μου το πήρε 
η τράπεζα για τις καθυστερημένες δόσεις. Ετσι κι αλλιώς 
δεν είχα βενζίνη για να το κυκλοφορώ. Δεν ήθελα να…. Να 
σου το πω. Δεν με άφηνε και η Ευαγγελία. Τώρα εσύ έχεις 
άλλες ευθύνες…» «Ρε Λάμπρο, ρε Λάμπρο, ρε Λάμπρο!!!» 
Δεν έβρισκε λόγια ο Κωστής. «Ελα πάμε» είπε στο τέλος.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Τα λάστιχα έτριξαν με ένα δυνα-
τό ανατριχιαστικό τσιριχτό και σε ελάχιστα λεπτά έφτασαν 
στο φούρνο της γειτονιάς. «Είμαι ασυγχώρητος!» έλεγε ο 
Κωστής φορτώνοντας τα ψώνια στο πίσω κάθισμα του αυ-
τοκινήτου. «Το μωρό πεινούσε και εγώ της πήρα αρκού-
δο! Και εσύ ρε φίλε, γιατί δεν μιλάς; Αφού ξέρεις, ότι δεν 
έχω ιδέα από παιδιά». Συνεχίζοντας τον μονόλογο: «Είμαι 
τελικά ένας άχρηστος», επέστρεψαν πίσω. «Εγώ δεν θα 
ανέβω πάνω» είπε κρατώντας τη μηχανή αναμμένη. Δεν 
ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση την Ευαγγελία. «Αλλά, 
θα σε περιμένω αύριο στις τρεις τα ξημερώματα στο πάρ-
κο. Φρόντισε να φοράς γάντια και μαύρα ρούχα. Το σχέδιο 
μπαίνει σε εφαρμογή! Τόσα χρόνια μας εκμεταλλεύονται, 
δεν θα μας πεθάνουν κιόλας!» Ο Λάμπρος τον κοίταξε κα-
τευθείαν στα μάτια: «Ξέρεις ότι αν επρόκειτο για μένα, 
δεν θα το έκανα. Για τη μικρή, όμως...» 
Βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο για να μην αρχίσει 
πάλι το κλάμα. Ο Κωστής πήγε στο διαμέρισμα του και τη-
λεφώνησε στον Νίκο. Σε μια ώρα το διπλοκάμπινο ήταν 
στη γειτονιά του. «Πατάτες, έχω πατάτες!» Διαλαλούσε ο 
αγρότης με την ντουντούκα. Πήγε τρέχοντας κάτω, αλλά 
έπρεπε να περιμένει, γιατί η γειτόνισσα αποφάσισε να 
αγοράσει ακριβώς εκείνη τη στιγμή, πατάτες για το δεί-
πνο. Μετά από λίγα λεπτά, που για τον Κωστή πέρασαν 
πολύ αργά, η αγοραπωλησία τέλειωσε και μπόρεσε να 
πλησιάσει τον Νίκο. Σκύβοντας στο παράθυρο, 
έβαλε το κεφάλι μέσα από το τζάμι και του εξήγησε με 
πολύ σιγανή φωνή, τι έπρεπε να κάνει. «Είσαι θεός, 
μεγάλε!» του είπε ο άλλος και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.
Ο Κωστής έφυγε για το διαμέρισμα της Αγγελικής, ενώ 
στην γειτονιά αντιλαλούσε η φωνή του Νίκου: «Πατάτες, 
έχω πατάτες!» Στην κοπέλα δεν είχε πει ακόμα τίποτα, 
αφού μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήταν βέβαιος αν θα 
προχωρήσει για να υλοποιήσει την ιδέα του. Τώρα όμως 
ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει μαζί της. Η γνώμη της ήταν 
πολύ σημαντική, παρόλο που ήξερε ότι τώρα πια δεν 
μπορούσε να κάνει πίσω. Αν η Αγγελική ήταν αντίθετη σ΄ 
αυτό, ο Κωστής θα ένιωθε βέβαια ενοχές, αλλά ήξερε ότι 
έπρεπε πια αναγκαστικά να προχωρήσει. «Μάλλον έχω 
διχασμένη προσωπικότητα» σκέφτηκε σφιγμένος μπαίνο-
ντας στο διαμέρισμα. Τον υποδέχτηκαν όμως τόσο θερμά 
ο Κίκος και ο Πόπι, που χαλάρωσε κάπως.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε στην κουζίνα όπου η κο-
πέλα έπλενε τα πιάτα. Εκείνη σκούπισε βιαστικά τα χέρια 
της και τον αγκάλιασε. Η μυρωδιά του κορμιού της του γέ-
μισε την ψυχή. Την κράτησε σφικτά στην αγκαλιά του και 
την φίλησε. «Θα μ΄ αγαπάς, ότι κι αν γίνει;» ρώτησε κοι-
τάζοντας την βαθιά στα μάτια. «Οτι κι αν γίνει!» κούνησε 
το κεφάλι εκείνη και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Εκτός 
και αν κοιτάξεις άλλη!» πρόσθεσε πονηρά. Ο Κωστής γέ-
λασε δυνατά. Ενοιωσε ευτυχισμένος, χαρούμενος και δυ-
νατός. Αποφάσισε τελικά να μην της πει τίποτα. Το βράδυ 
κοιμήθηκε, αφού έβαλε το ξυπνητήρι του τηλεφώνου για 
τις δυόμιση τα χαράματα. Οταν έφτασε η ώρα σηκώθηκε 
σιγά-σιγά, πήρε τα ρούχα του και ντύθηκε στο μπάνιο, για 
να μην την ξυπνήσει. Στο μικρό πάρκο τον περίμενε 
ήδη ο Νίκος. «Δεν κοιμάσαι καθόλου εσύ;» απόρησε 
πραγματικά ο Κωστής. Ο Λάμπρος έφτασε λίγο μετά τις τρεις, αργοπορημένος. Μαυροφορημένοι και οι τρεις μπήκαν 
στο φορτηγό, ένα σαράβαλο με το οποίο κουβαλούσε
 ο κουνιάδος του ζώα στο σφαγείο και το δανείστηκε ο Νίκος 
για την περίπτωση. 
Ο Κωστής έδινε οδηγίες στη διαδρομή: «Μετά τα φώτα, 
στρίψε δεξιά, εδώ πήγαινε αριστερά» και σιγά-σιγά έφτα-
σαν σε μια μεγάλη πολυκατοικία που ήταν μακριά από την 
κατοικημένη περιοχή, κοντά στον δρόμο που οδηγούσε 
στην ύπαιθρο. 
Σταμάτησαν στην πίσω πλευρά, στον χώρο στάθμευσης 
και κατέβηκε πρώτος ο Κωστής. Πλησίασε σε μια πόρτα, 
την άνοιξε με το κλειδί του και έγνεψε στους άλλους να 
τον ακολουθήσουν. Ο Νίκος άναψε ένα μικρό φανάρι που 
κρατούσε. Μπήκαν μέσα και κατέβηκαν μερικά σκαλιά. 
«Δεν βλέπω τίποτα» ψιθύρισε ο Λάμπρος. Ο Νίκος του 
έδωσε το φανάρι και πήγε πίσω στο φορτηγό. Ξαναγύρισε 
με ένα πιο μεγάλο, το άναψε και το έστησε στο πάτωμα. 
Βρίσκονταν σε ένα τεράστιο χώρο, μια αποθήκη που ήταν 
σε δυο επίπεδα. Το ένα ήταν το υπόγειο της πολυκατοικί-
ας περίπου διακόσια τετραγωνικά και το άλλο ήταν μισό 
πάτωμα πιο κάτω, και έζωνε την κυρίως αποθήκη σαν ένα 
μεγάλο περιμετρικό αυλάκι πλάτους πενήντα – εξήντα 
τετραγωνικών μέτρων. Ολος αυτός ο χώρος, από την εί-
σοδο ακόμα, από εκεί που στέκονταν οι τρεις συνωμότες, 
ήταν γεμάτος σχεδόν μέχρι το ταβάνι με σίδερα οικοδο-
μής. «Φσσς!» σφύριξε θαυμαστικά ο Νίκος. «Μια ψυχή 
που είναι να βγει, ας βγει…» είπε ο Λάμπρος, φόρεσε κάτι 
χοντρά μάλλινα γάντια που είχε στην τσέπη του και πλησίασε τον πρώτο σωρό. Μπροστά σ΄ αυτό το τεράστιο σιδερένιο βουνό, ακόμη 
και αυτός, φαινόταν μικρός και ντελικάτος. Ο Κωστής φό-
ρεσε τα κομψά δερμάτινα γάντια που είχε αγοράσει στο 
Λονδίνο και ήταν τα μοναδικά που είχε. Αρχισαν να φορ-
τώνουν σίδερα στο φορτηγό. Σταμάτησαν λίγο πριν χαρά-
ξει. Ο Κωστής κλείδωσε προσεκτικά την πόρτα. Ξεκίνησαν 
σιγά-σιγά γιατί το σαράβαλο με τόσο βάρος, μόλις που 
μπορούσε να κινηθεί. 
Ο Νίκος, αφού άφησε τους δυο φίλους στο πάρκο, συ-
νέχισε τον δρόμο του για να παραδώσει το φορτίο κατευ-
θείαν στον παραλήπτη, που βρισκόταν σε άλλη πόλη. Ο 
Κωστής και ο Λάμπρος κάθισαν στο μπλε παγκάκι, χωρίς 
να μιλούν. Προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν αυτό 
που είχαν κάνει. Πρώτος μίλησε ο Κωστής. «Εγώ λέω να 
μην το σκεφτόμαστε» είπε σαν να συνέχιζε μια κουβέντα. 
«Επρεπε να γίνει και έγινε». Απλωσε το χέρι και έδωσε 
το κλειδί στον Λάμπρο. Από αύριο αναλαμβάνεις εσύ. Ξέ-
ρεις που βρίσκεται η αποθήκη. Ο Νίκος θα φέρει και τον 
κουνιάδο του να βοηθήσει. «Καλά, εσύ δεν θα έρθεις;» 
απόρησε ο φίλος του. «Εγώ φεύγω». Ο ήλιος που ήδη είχε 
ανατείλει φώτισε τα πρόσωπα τους. Από μακριά ερχόταν 
ο οδοκαθαριστής, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τη σκού-
πα και το φτυάρι του. Τους κοίταξε παραξενεμένος. Συνή-
θως τέτοια ώρα το πάρκο ήταν άδειο. «Λες να καταλάβει 
κάτι;» τρόμαξε ο Λάμπρος. «Τι να καταλάβει ρε Λάμπρο; 
Αντε να νομίσει το πολύ-πολύ ότι είμαστε ζευγάρι» προ-
σπάθησε να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα ο Κωστής, 
αλλά ούτε ο ίδιος δεν γέλασε, με το αστείο του. «Νομίζω 
ότι η καρδιά μου κτυπά τόσο δυνατά, που ακούγεται μέ-
χρι κάτω» είπε ο Λάμπρος και έδειξε τον οδοκαθαριστή 
που τους κοίταζε συνέχεια. Και ξαφνικά: «Φεύγεις; πως 
φεύγεις δηλαδή, που πάς;» ρώτησε τον Κωστή. «Δεν σου 
είπα ότι θα πάω με την Αγγελική στην πρωτεύουσα; Φεύ-
γουμε αύριο το απόγευμα. Θα έρθουμε να σας αποχαι-
ρετήσουμε, μετά το μεσημέρι». «Στάσου ρε Κωστή! Πώς 
έτσι; Εγώ νόμιζα ότι θα μείνεις ακόμα κανένα μήνα!» «Η 
Αγγελική πρέπει να πάει πίσω στην δουλειά. Θα φύγου-
με μαζί και αν δεν τα καταφέρουμε, θα πάμε ακόμα πιο 
πέρα. Στο εξωτερικό. Για λίγο.» «Πως κάνεις έτσι; Δεν πάω 
στην άλλη άκρη του κόσμου. Θα έρχομαι να σας βλέπω… 
Οχι εσένα, το μωρό!» θέλησε ξανά να αστειευτεί. «Και το 
σχέδιο;» απόρησε ο Λάμπρος. «Το σχέδιο, όπως είπαμε. 
Μην ανησυχείς. Ο Νίκος είναι τσακάλι. Εξάλλου κανένας 
δεν θα σας πει τίποτα. Ο ιδιοκτήτης είναι καταζητούμενος 
και κρύβεται στο εξωτερικό. Τα λεφτά δεν είναι πολλά, 
αλλά είναι μια λύση. Εστω προσωρινά. Βέβαια μπορείς να 
σταματήσεις, όποια στιγμή θέλεις». 
Σιώπησαν ξανά. Στο μικρό πάρκο ακουγόταν μόνο ο θό-
ρυβος από την σκούπα του καθαριστή. Ο Κωστής άπλωσε 
το χέρι στο ώμο του Λάμπρου. «Είναι θέμα επιβίωσης για 
μας. Πρέπει να αντέξουμε και να βγούμε ζωντανοί από 
την κρίση. Κυριολεκτικά. Αυτό μόνο να σκέφτεσαι». Ο Λά-
μπρος δεν μιλούσε. «Πάψε να μετράς τα πράγματα με την 
ηθική που μας επέβαλαν ανήθικοι άνθρωποι, γιατί έτσι 
τους συμφέρει, με θεωρίες και αηδίες. Δες τα όπως αλη-
θινά είναι: υπάρχουν όλα αυτά τα σίδερα που δεν χρησι-
μεύουν σε κανέναν σήμερα και τα έχει μαζέψει κάποιος 
από απληστία και από την άλλη ένα μωρό που κινδυνεύει 
να πεθάνει από την πείνα. Ζύγισε τα! Ποιό είναι το σημα-
ντικό;» έλεγε ο Κωστής. 
Ο οδοκαθαριστής τους κοίταξε ακόμα πιο επίμονα. Ση-
κώθηκαν για να φύγουν. Ξαφνικά ο Κωστής αγκάλιασε τον 
Λάμπρο και φώναξε: «Αγόρι μου!» Εκείνος τον έσπρωξε: 
«Τι κάνεις ρε, τρελάθηκες;» «Ας τον άνθρωπο να χαρεί 
λιγάκι. Αφού νομίζει ότι είμαστε ζευγάρι, μην του χαλά-
σουμε την ψευδαίσθηση!» απάντησε γελώντας ο Κωστής. 
«Είσαι τελείως τρελός!» γέλασε για πρώτη φορά τις τε-
λευταίες μέρες, ο Λάμπρος. «Ετσι σε θέλω! Να γελάς» του 
είπε σοβαρά ο Κωστής. 
Μπήκαν στα αυτοκίνητα και πήγαν στα σπίτια τους να 
κοιμηθούν. «Που ήσουν;» ρώτησε η Αγγελική – «Με τον 
Λάμπρο», απάντησε αόριστα ο Κωστής και βυθίστηκε 
αμέσως στον ύπνο. Ξύπνησε γύρω στο μεσημέρι. Η κο-
πέλα είχε τακτοποιήσει τα πάντα στο μικρό διαμέρισμα. 
Εφαγαν πρόχειρα και πήγαν να αποχαιρετήσουν τους φί-
λους τους. «Ευχαριστώ» του ψιθύρισε στ΄ αυτί η Ευαγγε-
λία, την ώρα που την αγκάλιασε ο Κωστής για το αντίο. 
Η φίλη του τα ήξερε όλα. Της χαμογέλασε συνωμοτικά. 
Επέστρεψαν στο διαμέρισμα για να ξεκουραστούν λίγο, 
πριν φύγουν. Η κοπέλα ασχολήθηκε με τον Κίκο, που δεν 
ήθελε να πλυθεί και ο Κωστής βρήκε την ευκαιρία να τη-
λεφωνήσει στον Νίκο. «Ολα εντάξει; Θα σε πάρει ο Λά-
μπρος για τα υπόλοιπα. Γεια». Στάθηκε μπροστά στο ανοι-
χτό παράθυρο, συλλογισμένος. Στο διπλανό διαμέρισμα 
κάποιος άνοιξε το ραδιόφωνο. «Ξημερώνει Κυριακή, μην 
μου λυπάσαι, είναι όμορφη η ζωή, να το θυμάσαι…» τρα-
γουδούσε ο λαϊκός βάρδος. 
Πήρε βαθιά ανάσα, γύρισε και κοίταξε την Αγγελική που 
έβαζε κάποια τελευταία πράγματα του Κίκο στην βαλίτσα. 
«Ναι! Είναι όμορφη η ζωή!» σκέφτηκε και χαμογέλασε. 











Επεξηγήσεις:
• Αγγονί: «Θα μας μείνει αγγονί» έκφραση συνήθως 
περιφρονητική που σημαίνει ότι θα μας μείνει κάτι 
που δεν θέλουμε.
• Χρυσόμηλα: Βερίκοκα.
• Μαζεύω τις άκρες: Εκφραση που επικράτησε κατά 
τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2009, στους 
επιχειρηματικούς κύκλους.
Γράφτηκε στον Κάθηκα 
Μάης – Αύγουστος 2012